Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Άγιος Αθανάσιος Χριστιανουπόλεως

 Περιοδεύωντας  ο Άγιος την επαρχία του,  στις 5 Αυγούστου έφθασε στη Μεγαλόπολη. Εκεί, στο ναό της Μεταμορφώσεως, που όπως φαίνεται ήταν έξω από τη Μεγαλόπολη, υπήρχε λίμνη, όπου ήσαν πολλά βατράχια. Μετά τον εσπερινό ο Άγιος θέλησε να διανυκτερεύσει με τον διάκονό του εκεί, για να προσευχηθεί καλλίτερα ατενίζοντας στον έναστρο ουρανό, κάτι που έκανε πολλές φορές τις καλοκαιρινές νύχτες. Αλλά δυστυχώς, το πλήθος των βατράχων δεν τον άφησαν όχι μόνο να προσευχηθεί όπως ήθελε, αλλ’ ούτε και να κοιμηθεί. Μόνον κατά τις πρωινές ώρες έκλεισε λίγο τα μάτια του. Μετά τη λειτουργία  οι ιερείς και οι προύχοντες τον ρωτούν, αν πέρασε καλά τη νύχτα. Ο Άγιος, χαριεντιζόμενος είπε: «Τί να σας πω, παιδιά μου, αυτά τα βατράχια, πού να βουβαθούν, καθόλου δεν με άφησαν όχι μόνο να προσευχηθώ, αλλ’ ούτε και να κοιμηθώ». Με το λόγο αυτό του Αγίου τα βατράχια έπαψαν να κοάζουν. Κανείς τότε δεν το πρόσεξε, γιατί αυτά πολλές φορές την ημέρα δεν κοάζουν. Έφυγε ο Άγιος, αλλά από τότε ούτε νύχτα, ούτε ημέρα ακούσθηκε έστω και ένας βάτραχος.
Έπειτα από δύο χρόνια επανέρχεται ο Άγιος για την πανήγυρη και μετά το τέλος της θείας λειτουργίας λέει στους ιερείς και σε άλλους: «Τί έγιναν τα βατράχια που είχε άλλοτε η λίμνη; Κανένα δεν ακούσθηκε τη νύχτα». Τότε όλοι του λένε ότι από τότε που πριν  δύο χρόνια  είπε να βουβαθούν ποτέ δεν ξανακούστηκαν. Τότε χαμογελώντας λέει: «και με άκουσαν τα ευλογημένα;» και, ω του θαύματος, με τη λέξη ευλογημένα τα βατράχια άρχισαν να φωνάζουν, πράγμα που εξέπληξε όλους και τους έκανε να θαυμάσουν του Ιεράρχη τη θαυμαστή παρρησία και αγιότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου