Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Η άλωση της Πόλης

Ὁμοτ. Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,
Διευθυντοῦ τῆς Ἐθν. Βιβλιοθήκης ἐ. τ., (Ἀνάτυπον ἀπὸ τὸ περιοδικὸν «ΑΚΤΙΝΕΣ» μηνῶν
Μαΐου-Ἰουνίου 2003)

29η Μαΐου, τόσα ἔτη μετὰ τὴν Ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἰδοὺ ἡμεῖς σήμερον διὰ νὰ τιμήσωμεν τοὺς ἥρωας ὑπερασπιστὰς τῆς Πόλεως καὶ νὰ ψάλωμεν τὸ μνημόσυνόν των. Δὲν μᾶς ἐκάλεσεν ἐδῶ κάποιοια σκέψις φανατισμοῦ ἤ ἀναξέσεως πληγῶν, παροτρύνσεων ὑπερφιάλων ἢ ἀντιθέτως κλαυθμοῦ καὶ θρήνων ὀδύνης, στεναγμοῦ, ἀπογοητεύσεων καὶ ἀπελπισίας. Καθῆκον ἱερὸν ἐπιτελοῦμεν ἔναντι ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐστάθησαν γενναῖοι ὑπερασπισταὶ Πόλεως ἱερᾶς καὶ μεγάλης. Χρέος δικαιοσύνης μᾶς ἐπιβάλλει τὴν ἀνάμνησιν τῆς θυσίας ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ὡς ἡγέται ἐπρωτοστάτησαν, ὡς ἀνώνυμος λαὸς ἠκολούθησαν, ἀγωνιζόμενοι ὑπερασπίζοντες τείχη, Πόλιν, ἱερά, ἰδέας, παραδόσεις καθὼς καὶ οἰκείους, φίλους, γέροντας, ἀσθενεῖς, τέκνα. Διότι εἶχαν ἀποφασίσει νὰ ἀγωνισθοῦν. Ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνον Παλαιολόγον καὶ τὸν μεγαδοῦκα Λουκᾶν Νοταρᾶν καὶ τοὺς ἀξιωματούχους καὶ τοὺς ξένους συναγωνιστὰς ἕως τὸν ταπεινότερον λαϊκόν, κληρικὸν καὶ μοναχόν.

Ἡ πρόκλησις τοῦ Μωάμεθ ἐφαίνετο λογική. Ἀποστέλλει ὁ σουλτᾶνος Μωάμεθ ὁ Β´ πρὸς τὸν Κωνσταντῖνον τὸν βασιλέα, τὸν Παλαιολόγον, μήνυμα νὰ τοῦ παραδώση τὴν Πόλιν. Νεώτατος, τὴν ἡλικίαν ὁ σουλτᾶνος, ἱκανώτατος εἰς τὸν πόλεμον καὶ τὴν διοίκησιν, πείσμων καὶ φιλόδοξος, πεπαιδευμένος ἐπὶ πλέον, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἠρεμήσῃ ὅσον βλέπει τὴν Πόλιν Χριστιανικήν· «Τὴν πᾶσαν νύκτα διεβίβασε τὸ προσκεφάλαιόν του ἀπὸ τῆς μιᾶς γωνίας τοῦ κοιτῶνός του εἰς τὴν ἄλλην, ἀνακλινόμενος καὶ ἐξεγειρόμενος, ἄγρυπνος, ποθῶν τὴν Πόλιν». «Δὲν ἠμορῶ νὰ ὀπισθοχωρήσω», δηλώνει εἰς τὸν Κωνσταντῖνον, «νὰ ἀναχωρήσῃς εἰρηνικῶς ἀπὸ τὴν Πόλιν, σοῦ δίδω τὴν Πελοπόννησον, εἰς τοὺς ἀδελφούς σου ἄλλας ἐπαρχίας καὶ θὰ εἴμεθα φίλοι. Ἐὰν ὄχι, θὰ εἰσέλθω μὲ πόλεμον, θὰ σφάξω τοὺς ἄρχοντας καὶ ἐσέ, θὰ αἰχμαλωτίσω ὅλον τὸν λαόν. Δι’ ἐμὲ ἡ Πόλις ἀρκεῖ κενή» (Δούκας). Καὶ ἐπαναλαμβάνει ἐμφαντικώτερον εἰς τὸν Κωνσταντῖνον· «Θέλεις νὰ ἐγκαταλείψῃς τὴν Πόλιν καὶ νὰ ἀπέλθῃς, ὅπου θέλεις, μὲ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὰ ὑπάρχοντά των ἢ θέλεις νὰ ἀντισταθῇς ὁπότε θὰ χάσῃς μαζὶ μὲ τὴν ζωὴν καὶ τὰ πάντα, σὺ καὶ οἱ δικοί σου, ὁ δὲ λαὸς αἰχμάλωτος θὰ διασπαρῇ εἰς τὰ πέρατα τῆς γῆς; (Δούκας).

Πράγματι ἡ πρόκλησις τοῦ σουλτάνου ἦταν λογική. Διὰ τὰ μέτρα του. Ὅμως ὄχι καὶ διὰ τὸ ὕψος τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου καὶ τῶν πολιορκουμένων εἰς τὴν Πόλιν. Διὰ τοῦτο ἡ ἀπάντησίς των εἶναι ἀρνητική. Ἀνθίστανται εἰς τον πειρασμὸν νὰ διασώσουν τοὺς ἑαυτούς των καὶ τὰ ὑπάρχοντά των καὶ νὰ διασφαλίσουν μόνον τὴν ζωὴν τοῦ λαοῦ.

Ἡ ἀπάντησις τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τὴς Συγκλήτου εἶναι σαφής· ζητεῖ ἀπὸ τὸν σουλτᾶνον νὰ συζήσουν εἰρηνικῶς, ὅπως συνέζων και οἱ πατέρες του, οἱ ὁποῖοι ἐθεώρουν τοὺς βασιλεῖς τοῦ Βυζαντίου ὡς πατέρας, τὴ δὲ Κωνσταντινούπολιν εἶχον «ὡς πατρίδα καὶ εἰς αὐτὴν κατέφευγον γιὰ νὰ σωθοῦν. Τὸ δὲ τὴν Πόλιν σοι δοῦναι οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν (Δούκας).

Μὲ τὴν ἀπάντησιν τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου διακόπτεται ὁ διάλογος καὶ ἐπαναρχίζει ὁ ἀγών, ὁ πόλεμος. Ἐπὶ ἑβδομάδες, ἀπὸ τὴν 6ην Ἀπριλίου ἰδιαιτέρως, πέριξ τῶν τειχῶν συνάπτεται λυσσώδης ἀγών.

Ὁ Μωάμεθ ὁ Β’ ὀρέγεται τὴν Κωνασταντινούπολιν καὶ δὲν τοῦ ἀρκοῦν αἱ μέχρι τοῦδε κατακτήσεις. Ὀρέγεται τὴν Πόλιν «μεγάλην καὶ πολυάνθρωπον, εὐδαιμονίας καὶ τύχης καὶ δόξης, ἡ ὁποία ἔγινε κεφαλὴ ὅλης τῆς οἰκουμένης». Ἐπιθυμεῖ τὴν Πόλιν, διότι τὸ κλέος της τὸ οἰκουμενικὸν θὰ προσδώσῃ εἰς τὸν κατακτητὴν ἐπίσης ἀνάλογον κλέος. Ἀκόμη διότι ἡ κατοχὴ τῆς Πόλεως θὰ ἀνοίξῃ τὴν θύραν διὰ περαιτέρω κατακτήσεις.

Ἀλλὰ διὰ τὸν σουλτᾶνον ἡ Πόλις δὲν ἔχει μόνον δόξαν, κλέος, ἱστορίαν. Ἔχει πλοῦτον, πολύν καὶ παντοδαπόν, ἔχει ἄνδρας ἀγαθούς, γυναῖκας πλείστας καὶ καλλίστας, νέας καὶ ὡραιοτάτας καὶ εὐγενεῖς, καὶ παῖδας πλείστους καὶ καλλίστους, καὶ ναοὺς καὶ δημόσια οἰκήματα καὶ οἰκίας λαμπρὰς καὶ κήπους. Ὅλα αὐτὰ ὁ Μωάμεθ τὰ ὀρέγεται καὶ συγχρόνως τὰ παραχωρεῖ εἰς τὸν στρατόν του προκειμένου νὰ ἀποκτήσῃ τὴν Πόλιν. Τὰ προσφέρει εἰς διαρπαγὴν καὶ λείαν. Ὅσοι ἐπιβιώσουν θὰ αἰχμαλωτίσουν, θὰ διαρπάξουν, θὰ ἀποκτήσουν τὰ τῆς Πόλεως. Ὅσοι πάλιν σκοτωθοῦν δηλώνει ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸ Κοράνιον, ὁλόσωμοι θὰ συμφάγουν μὲ τὸν προφήτην Μωάμεθ, καὶ θὰ συμπίουν καὶ θὰ ἀναπαυθοῦν μετὰ παίδων καὶ γυναικῶν ὡραίων καὶ παρθένων εἰς τὸν παράδεισον (Κριτόβουλος).

Δὲν ἔρχεται ὁ Μωάμεθ ὁ Β’ κῆρυξ ἱεροῦ πολέμου διὰ νὰ ἀποκτήσῃ τὴν Πόλιν καὶ νὰ τὴν μεταβάλῃ εἰς προπύργιον τῆς Μωαμεθανικῆς θρησκείας. Δὲν εἶναι ὁ θρησκευτικὸς πολέμαρχος. Δὲν ἔρχεται ἀκόμη διὰ νὰ ἐγκαταστήσῃ κάποιον φυγάδα. Δὲν ἀκολουθεῖ τὰ στρατεύματά του κάποιος Ἰσαάκιος Κομνηνός, ὅπως τοὺς Φράγκους στραυροφόρους τὸ 1204. Δὲν εὑρίσκεται εἰς τὸν στρατὸν του κάποιος φυγὰς Ἱππίας ἢ Δαμάρατος, ὅπως εἰς τοὺς στρατοὺς τῶν παλαιῶν ἐκείνων Δαρείου καὶ Ξέρξου. Δὲν ὑπάρχουν ἰδέαι θρησκευτικαί, ἐνέργειαι πολιτικαί, διὰ τὴ πρὰξίν του. Ὁμῶς, ὡμότατα θέλει τὴν Πόλιν διὰ νὰ τοποθετήσῃ τὸ διαμάντι της εἰς τὸ σουλτανικόν του τουρμπάνι. Χωρὶς προσχήματα.

Ἡ Πόλις λοιπὸν ἦτο ἔπαθλον διαρπαγῆς καὶ ἀκολασίας καὶ αἰχμαλωσίας διὰ τὸν σουλτᾶνον.

Ὅμως τί εἶναι ἡ Πόλις διὰ τὸν Κωνσταντῖνον καὶ τοὺς κατοίκους της; Εἶναι ἡ Πόλις τὴν ὁποίαν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος καὶ μέγας βασιλεὺς Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος τἠν ἀφιέρωσεν εἰς τὴν Θεοτόκον καὶ ἀειπάρθενον Μαρίαν. Καὶ ἔκτοτε ἡ Πόλις τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος, ἀπέβη καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπὶς καὶ χαρὰ πάντων τῶν Ἐλλήνων, τὸ καύχημα τῆς Ἀνατολῆς. Εἶναι ἡ πόλις ὅπου προσκυνεῖται ἡ Ἁγία Τριάς, δοξολογεῖται τὸ  Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπου οἱ ἄγγελοι ἀκούονται νὰ ὑμνοῦν τὸ θεῖον καὶ τὴν θείαν Γέννησιν.

Ἑπομένως δὲν εἶναι τὰ κτίσματα, οἱ ἄνθρωποι, ὁ τόπος μόνον τοῦ Κωνσταντίνου ἡ Πόλις. Εἶναι πόλις ἁγία γιὰ τὸν Παλαιολόγον.

Περὶ αὐτὴν τὴν πόλιν μὲ τὰς διαφόρους δι’ αὐτὴν ἀπόψεις τῶν ὑπερασπιστῶν της καὶ τοῦ ἐπιδρομέως ἐκτυλίσσεται ἡ ἱστορικὴ πρᾶξις τοῦ τέλους τοῦ ἀρχαίου κόσμου.

Σύμφωνα μὲ τὸ Σλαβικὸν Χρονικόν, τοῦ ὁποίου αἱ πληροφορίαι φαίνονται ἀληθεῖς, μεταξὺ τῶν συμβούλων τοῦ αὐτοκράτορος ὑπῆρξαν πολλοὶ οἱ ὁποῖοι τὸν συνεβούλευον νὰ διαφύγῃ ἀπὸ τὴν Πόλιν καὶ ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸν θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὀργανώσῃ καλύτερα μίαν ἐκστρατείαν κατὰ τῶν Τούρκων. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ ἐξυπνοῦσε καὶ ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη. Ὅμως ὁ Κωνσταντῖνος ἤρεμος καὶ σταθερὸς ἠρνήθη νὰ τοὺς ἀκούσῃ. Ἐφοβεῖτο  ὅτι ἐὰν ἐγκατέλειπε τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἡ ἄμυνα θὰ παρέλυεν. Ἐδήλωνεν ὅτι, ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ χαθῇ ἡ Πόλις, θὰ ἐχάνετο καὶ αὐτὸς μαζί της.

Ἡ ἰδία πρότασις, ἐντονώτερον τώρα, ὑπεβλήθη εἰς τὸν Κωνσταντῖνον τὰς τελευταίας ἡμέρας πρὸ τῆς Ἁλώσεως. Ὁ αὐτοκράτωρ ἦτο τόσον κουρασμένος, ὥστε τὴν ὥραν τῆς ἀκροάσεως ἐλιποθύμησεν. Ὅταν συνῆλθεν, ἐδήλωνε καὶ πάλιν ὅτι δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸν λαόν του. Θὰ ἀπέθνῃσκε μαζί του. Αὐτὸ τὸ ὑπόδειγμα τῆς θυσίας καὶ τοῦ θάρρους, ἀλλα καὶ τοῦ χρέους τοῦ ἡγέτου, θὰ ἐπιβιώσῃ κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν διὰ νὰ ἐπαναληφθῇ κατὰ τὴν ἀναλαμπὴν τοῦ Γένους ἀπὸ τὸν ἄλλον ἡγέτην τοῦ Γένους, τὸν Γρηγόριον τὸν Ε’.

Ὁ Κωνσταντῖνος σώφρων μὲν καὶ μέτριος, φρόνιμος καὶ ἐνάρετος, συνετὸς καὶ πεπαιδευμένος, ρήτωρ πρακτικὸς καὶ προφητικός, ἐπέλεξε καὶ νὰ πράξῃ καὶ νὰ πάθῃ τὰ πάντα ὑπὲρ τῆς πατρίδος καὶ τῶν ὑπηκόων του.

Εὑρέθη βασιλεὺς πόλεως μὲ δόξαν. Πόλεως ἡ ὁποία ὑπερεῖχε τῶν ἄλλων, ὅσον ὁ ἔναστρος οὐρανὸς ἀπὸ τὴν γῆν, κατὰ τὸν Γρηγόριον τὸν Ναζιανζηνόν, «πόλις πόλεως πασῶν ὀφθαλμός, ἄκουσα παγκόσμιον, θέαμα ὑπερκόσμιον, ἐκκλησιῶν γαλουχός, πίστεως ἀρχηγός, ὀρθοδοξίας πποδηγός, λόγων μέλημα, καλοῦ παντὸς ἐνδιαίτημα», κατὰ τὸν Νικήταν Χωνιάτην. «Ἡ Κωνστατντινούπολις ἔχει ἀντίστοιχον λόγον ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἔχει», κατὰ τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιον, «ὁ οὐρανὸς ἐν κόσμῳ, ὁ ἥλιος ἐν οὐρανῷ, ὁ παράδεισος ἐν τῇ γῇ, ἡ μητρόπολις ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ, ἡ ἀκρόπολις ἐν τῇ πόλει, ὁ λιμὴν ἐν τῷ πελάγει, τὸ διδασκαλεῖον ἐν τῇ πολιτείᾳ, τὸ θέατρον εἰς τὰς πανηγύρεις, ἡ ἁρμονία εἰς τὰ μέλη, ὁ ὀφθαλμὸς εἰς τὸ σῶμα. Εἶναι πόλις ἁγία καὶ μητρόπολις πιστή, νέα Ρώμη καὶ νέα Ἱερουσαλήμ».

Οἱ διαστάσεις τῶν δύο ἀντιμαχομένων εἶναι ἔκδηλοι. Χρέος καὶ ἰδανικὰ ἀπὸ τὴν μίαν πλευράν, τῶν Ἑλλήνων, φιλόζωος καὶ σαρκολατρικὴ ἀντίληψις ἀπὸ τὴν ἄλλην, τῶν Τούρκων. Ἀκόμη καὶ διὰ τὴν περίπτωσιν νίκης οἱ Ἕλληνες ἠθικὴν ἀπόλαυσιν ἐπιδιώκουν· Ἐλπίζω εἰς Θεόν, εὔχεται ὁ Κωνσταντῖνος, ὡς λυτρωθείημεν ἡμεῖς τῆς ἐνεστώσης αὐτοῦ δικαίας ἀπειλῆς. Δεύτερον δὲ καὶ ὁ στέφανος ὁ ἀδαμάντινος ἐν οὐρανοῖς ἐναπόκειται ὑμῖν καὶ μνήμη αἰώνιος καὶ ἄξιος ἐν τῷ κόσμῳ ἔσεται (Σφραντζῆς).

Διὰ τοῦτο ὁ Κωνσταντῖνος δὲν εἶναι ὑπεύθυνος μόνον διὰ τὴν ὑπεράσπισιν μιᾶς πόλεως. Ἐν τέλει ποία εἶναι αὐτὴ ἡ πόλις, αὐτὴ ἡ βασιλεία, τὴν ὁποίαν ὑπερασπίζει; Μόλις ἑβδομήντα χιλιάδες κάτοικοι τὴν ἀπαρτίζουν. Καὶ πολεμισταὶ ἐλάχιστοι, καὶ πλοῖα ἀνύπαρκτα, καὶ τροφαὶ ὀλίγαι. Καὶ βοήθεια οὐδαμόθεν ἢ σχεδόν.

Καὶ ὅμως ὁ Κωνσταντῖνος ἀποφασίζει νὰ ἀντισταθῇ. Συλλέγει τὰς στρατιωτικὰς δυνάμεις του, ἀναπτύσσει τὴν δραστηριότητα τὴν διπλωματικὴν. Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπραξεν, ὅ,τι ἠμποροῦσε. Εἶχε στείλει πρέσβεις εἰς τὴν Ἰταλίαν τὸ φθινόπωρον τοῦ 1452 διὰ νὰ παρακαλέσουν δι’ ἐπείγουσαν  βοήθειαν. Ἡ ἀνταπόκρισις ὑπῆρξε πενιχρά. Νέα πρεσβεία στέλλεται εἰς τὴν Βενετίαν. Ἡ Σύγκλητος ἀπαντᾷ τὴν 16ην Νοεμβρίου ὅτι λυπεῖται διὰ τὰ γεγονότα τῆς Ἀνατολῆς καὶ ὅτι, ἐὰν ὁ Πάπας καὶ ἄλλαι δυνάμεις προκηρύξουν Σταυροφορίαν, ἡ Βενετία θὰ συνδράμῃ. Ἕνας ἀπεσταλμένος, ὁ ὁποῖος ἐστάλη εἰς τὴν Γένουαν, ἔλαβε τὴν ὑπόσχεσιν δι’ ἕνα πλοῖον καὶ τὴν δήλωσιν ὅτι ἡ Γένουα θὰ ἀποταθῇ εἰς τὸν βασιλέα τῆς Γαλλίας καὶ εἰς τὴν Φλωρεντίαν διὰ βοήθειαν. Ὁ Ἀλφόνσος τῆς Ἀρραγῶνος δίδει ἀορίστους ὑποσχέσεις, ἀλλα παραχωρεῖ τὴν ἄδειαν νὰ συγκεντρωθοῦν σιτηρὰ καὶ ἄλλαι τροφαὶ εἰς τὴν Σικελίαν. Ὁ πάπας Νικόλαος ὁ Ε´ προθυμοποιεῖται νὰ βοηθήσῃ, ἀλλὰ δὲν ἀναλαμβάνει ὑποχρεώσεις πρὶν βεβαιωθῇ ὅτι ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν ἔχει πραγματικῶς συντελεσθῆ. Οὐδεμία ἄλλη κυβέρνησις ἔδωκε σημασίαν εἰς τὰς ἐκκλήσεις τοῦ Κωνσταντίνου. Ἡ ἐλπὶς ἡ ὁποία ἐστηρίζετο εἰς τὸν Ἰωάννην Οὐνυάδην, τὸν ἀντιβασιλέα τῆς Οὑγγαρίας, ἐξέλιπε, διότι οἱ Οὗγγροι εἶχαν συντριβῆ ἀπὸ τὰς συμφορὰς τὰς ὁποίας εἶχε προκαλέσει ὁ Μουρὰτ ὁ Β.Οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἡγεμόνες εὑρίσκοντο εἰς ἀδυναμίαν νὰ συνδράμουν. Ὁ μέγας ἡγεμὼν τῆς Ρωσίας εὑρίσκετο μακρὰν καὶ ἦταν ἐμπερίστατος. Οἱ ἡγεμόνες τῆς Μολδαβίαςἐφιλονεικοῦσαν. Ὁ ἡγεμὼν τῆς Βλαχίας ἦταν ὑποτελὴς τοῦ Σουλτάνου καὶ μόνον μὲ τὴν βοήθειαν τῶν Οὔγγρων θὰ ἐξεγείρετο. Ὁ δεσπότης τῆς Σερβίας ἦταν ἀκόμη περισσότερον εὐσυνείδητος ὑποτελὴς τοῦ Σουλτάνου. Ὁ Σκεντέρμπεης εἰς τὴν Ἀλβανίαν εἶχεν ἄλλουςπερισπασμοὺς μὲ ἐπιτοπίους φυλάρχους. Οἱ ἄρχοντες τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου καὶ οἱ ἱππόταιτῆς Ρόδου ἦσαν ἀδύναμοι καὶ μόνον ἐντὸς εὐρυτέρου συνασπισμοῦ θὰ προσέφερον κάποια βοήθειαν. Οἱ δυνάμεις τοῦ Τουραχὰν μπέη εἶχαν καθηλώσει τοὺς δεσπότας τοῦ Μορέως. Ὁ βασιλεὺς τῆς Γεωργίας καὶ ὁ αὐτοκράτωρ τῆς Τραπεζοῦντος μετὰ βίας ὑπερήσπιζον τὰ σύνορα τῶν κρατῶν.

Αὐτὴ ἦταν ἡ κατάστασις κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς Ἁλώσεως. Ἀλλ’ ἐὰν αἱ κυβερνήσεις
ἀδυνατοῦσαν νὰ συνδράμουν τὸν Κωνσταντῖνον ὑπῆρχαν οἱ ἐλπίδες ἀπὸ μεμονωμένους ἡγέ-
τας, πορθύμους νὰ πολεμήσουν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν διὰ τὴν Χριστιανωσύνην. Ἦταν
ἡ Ἑνετικὴ παροικία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ Καταλανικὴ παροικία τῆς Κωνσταντινου-
πόλεως, ὁ Ἕλλην καθολικὸς ἀρχιεπίσκοπος Κιέβου Ἰσίδωρος, ὁ Ἕλλην καθολικὸς ἀρχιεπί-
σκοπος Κιέβου Ἰσίδωρος, μεμονωμένοι Γενουᾶται οἱ ὁποῖοι ἐξεδήλωναν ἔτσι τὸν
ἀποτροπιασμόν των διὰ τὴν στάσιν τῆς κυβερνήσεώς των καὶ πρῶτος ματαξύ αὐτῶν ὁ Giovanni
Giustiniani Longo.
Κατὰ τὰ τέλη Μαρτίου 1453, ὅταν ὁ τουρκικὸς στρατὸς διήρχετο τὴν Θράκην, ὁ Κων-
σταντῖνος ἀνέθεσεν εἰς τὸν Γεώργιον Σφραντζῆν, τὸν ἔμπιστον Γραμματέα του, νὰ κατα-
γράψη τοὺς ἄνδρας, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἡδύναντο νά φέρουν
ὅπλα. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἀπογοητευτικόν. Οἱ διαθέσιμοι Ἕλληνες ἦσαν τέσσαρες χιλιάδες
ἐνιακόσιοι ὀγδόντα τρεῖς καὶ οἱ ξένοι κάτι ὀλιγώτερον τῶν δύο χιλιάδων. Εἰς τὸ ἴδιον συμ-
πέρασμα κατέληγον καὶ Ἰταλοὶ αὐτόπται μάρτυρες. Αὐτοὶ οἱ ἄνδρες ἐκαλοῦντο νὰ ὑπερα-
σπίσουν τὰ ἐκτεταμένα τείχη τῆς Πόλεως, μήκους δεκατεσσάρων μιλλίων, καὶ νὰ
ἀντιμετωπίσουν ὀγδόντα χιλιάδας τακτικοῦ στρατοῦ καὶ ἄλλας μυριάδας ἀτάκτων τοῦ Μωά-
μεθ.
Ἀλλ’ ὁ Κωνσταντῖνος κυρίως ἐμψυχώνει τὸν λαόν· ἡμεῖς πᾶσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν
ἄμαχον δόξαν τοῦ Θεοῦ ἀνεθέμεθα· οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις καὶ δυνάμει καὶ
πλήθει, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον
δὲ καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσὶ καὶ ρωμαλεότητι ἣν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις
(Σφραντζῆς). Μὲ τὴν πίστιν εἰς τὸ χρέος του. Χρέος ποὺ ὁδηγεῖ καὶ εἰς τὸν θάνατον προκει-
μένου ὁ καθεὶς νὰ ἀνταποκριθῇ εἰς τὴν ὀφειλὴν ποὺ ἔχει, ὅπως λέγει ὁ Κωνσταντῖνος, πρὸς
τὴν πατρίδα, πρὸς τὴν πίστιν, πρὸς τὸν βασιλέα, ὡς ἐκπρόσωπον τοῦ Κυρίου.
Διότι ὁ Κωνσταντῖνος δὲν ὑπερασπιζει τείχη καὶ οἴκους καὶ δρόμους, δὲν ὑπερασπίζει
τόπον. Πόλιν ἁγίαν ὑπερασπίζει.
Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ ὁ λαός. Ὁ ἴδιος λαὸς ὁ ὁποῖος δὲν δέχεται νὰ ἀνταλλάξῃ τὴν
πίστιν τῶν πατέρων του μὲ τὴν πνευματικὴν ὑποταγὴν εἰς τὴν ἕνωσιν τῶν ἐκκλησιῶν, αὐτὸς
ὁ ὁποῖος εἶπεν· Ποῖον ἔθνος ἐβουλεύσατό ποτε σύμπαν ὁμοῦ τὴν πίστιν καὶ τὴν θρησκείαν
του νὰ ὰνταλλάξῃ μόνον διὰ νὰ εὐημερῇ (Γεώργιος Σχολάριος), ὁ ἴδιος λαὸς οὐκ ἐδέξαντο,
ἐπὶ τούτοις εἰπόντες ἄλλας σπονδὰς ἐθέλειν ποιεῖσθαι, τὴν πόλιν δὲ ἀδύνατον εἶναι παρα-
δώσειν αὐτῷ (Κριτόβουλος). Διότι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ παραδοθῇ ἡ πόλις εἰς τοὺς Τούρκους.
Ἐὰν ἡ Πόλις εἶχε παραδοθῇ, πρὸς ποίαν ὁδὸν ἢ πρὸς ποῖον τόπον ἢ πρὸς ποίαν πόλιν χρι-
στιανικὴν θὰ ἠμποροῦσαν νὰ μετοικήσουν οἱ Χριστιανοί, ὥστε νὰ μὴ τοὺς καταπτύουν καὶ
νὰ μὴ τοὺς ὀνειδίζουν καὶ νὰ μὴ τοὺς σφακελίζουν. Καὶ ὄχι μόνον οἱ Χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ
αὐτοὶ οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ Ἑβραῖοι θὰ ἠμποροῦσαν νὰ τοὺς ἐξουθενώνουν.
Εἰς τὰ τείχη λοιπὸν ὁ βασιλεὺς διὰ νὰ μὴ δώσῃ τὴν Πόλιν, εἰς τὰ τείχη καὶ ὁ λαός.
Εὑρίσκονται ἐκεὶ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ ἁπλοῖ πολίται, εὑρίσκονται ἐκεῖ οἱ ξένοι ποὺ ὀλιγάριθμοι
ἔσπευσαν, ἀλλὰ πάντως ἔσπευσαν, νὰ συναγωνισθοῦν μὲ τοὺς Ἕλληνες. Λαϊκοί, κληρικοί,
μοναχοί, στρατιωτικοί,. Ἐκεῖ ὁ Γενουάτης Ἰουστινιάνης. Ἐκεῖ ὁ Ἕλλην καρδινάλιος Ἰσίδω-
ρος. Ἐκεῖ ὁ μεγαδοὺξ Λουκᾶς Νοταρᾶς, ὁ πολεμικὸς ἀρχηγὸς τῶν ἀνθενωτικῶν, μὲ τοὺς
πεντακοσίους του. Αὐτὸς ποὺ εἶχε διακηρύξει ὅτι προτιμᾷ τὸ τουρκικὸν φακιόλιον ἀπὸ τὴν
παπικὴν τιάραν μάχεται εἰς τὴν Βασιλικὴν Πύλην, εἰς τὸν Κεράτιον κόλπον, καὶ μάλιστα συ-
νεχίζει τὸν ἀγῶνα ἀκόμη καὶ ὅταν οἱ Τοῦρκοι ἔχουν εἰσέλθει εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ
ὁ Κωνσταντῖνος ἔχει φονευθῆ. Ἄλλοι ἑπτακόσιοι, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ περισσότεροι μοναχοί,
εὑρίσκονται εἰς τὸ κέντρον τῆς πόλεως ὡς ἐφεδρικὸν σῶμα ὑπὸ τοὺς Δημήτριον Κατακου-
ζηνόν, τὸν γαμβρόν του Νικηφόρον Παλαιολόγον, τὸν ἀνεψιὸν τοῦ κατόπιν πατριάρχου Γεν-
ναδίου Θεόδωρον Σοφιανόν. Ἑνωτικοὶ καὶ ἀνθενωτικοί, ἀντίδικοι εἰς τὰς ἐκκλησιαστικὰς
συζητήσεις, ὁμόψυχοι εἰς τὴν σωτηρίαν τὴς Κωνσταντινουπόλεως. Διότι οἱ ἀνθενωτικοὶ ἦσαν
κατὰ τῆς ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ δὲν ἦσαν φιλότουρκοι. Οἱ δὲ Ρωμαῖοι, σημειώνει ὁ
ἱστορικὸς τῆς Ἁλώσεως Μιχαὴλ Κριτόβουλος ὁ Ἴμβριος, καὶ τούτους (=τοὺς Τούρκους)
ἰσχυρῶς ἀπέκρουον καὶ ἀπωθοῦσαν λαμπρῶς, ἀμυνόμενοί τε γενναίως καὶ καθυπερτε-
ροῦντες εἰς τὸν πόλεμον καὶ ἄνδρες ἀγαθοὶ γινόμενοι· διότι τίποτε δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ
τοὺς ἀποτρέψῃ οὔτε ὁ ἐπικείμενος λιμός, οὔτε ἡ ἀγρυπνία, οὔτε ὁ συνεχὴς καὶ ὁ ἀδιά-
κοπος πόλεμος, οὔτε τὰ τραύματα καὶ αἱ σφαγαὶ καὶ οἱ θάνατοι τῶν οἰκείων, τίποτε
ἀπολύτως ἀπὸ τὰ φοβερὰ οὕτως, ὥστε νὰ ἐνδώσουν κατά τι καὶ νὰ ὑποχωρήσουν ἀπὸ
τὴν ἀρχικήν των ὁρμὴν καὶ γνώμην. Ἀλλὰ διετήρησαν καθ’ ὁλοκληρίαν τὴν ἀρχικὴν των
ἔντασιν ἕως ὅτου ἡ πονηρὰ καὶ ἀγνώμων τύχη πρ
οὔδωκε τούτους.
* * *
Ἡ πονηρὰ καὶ ἀγνώμων τύχη ἐπρόδωκε, κατὰ τὸν ἱστορικὸν Μιχαὴλ Κριτόβουλον,
τὸν Κωνσταντῖνον Παλαιολόγον καὶ τοὺς ὑπερασπιστὰς τὴς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὄχι
αὐτοὶ οἱ ἴδιοι. Δὲν ἐπρόδωσαν αὐτοὶ τὴν ἁγίαν πόλιν. Οὔτε τὴν παρέδωσαν. Σύμφωνα μὲ
τὰς μαρτυρίας ὅλων τῶν συγγραφέων τῆς ἐποχῆς, Ἑλλήνων, Φράγκων, Τούρκων, ἡ Πόλις
ἐκευριεύθη ἄνευ οὐδεμιᾶς συνθήκης. Εἶναι χαρακτηριστικὸν ὅτι καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τοῦ
ἀγῶνος, αὐτοῦ τοῦ σκληροῦ καὶ ἀνίσου ἀγῶνος, δὲν εὑρέθη ἕνας προδότης διὰ νὰ καθοδη-
γήσῃ ἢ νὰ συμβουλεύσῃ τὸν σουλτᾶνον. Ὥστε ὁ Μωάμεθ καὶ οἱ λοιποὶ Τοῦρκοι νὰ πιστεύουν
ὅτι οἱ ὑπερασπισταὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀνήρχοντο εἰς μυριάδας, ἐνῷ μόλις ἔφθαναν
τὰς ἑπτὰ χιλιάδας.
Ὁ Μωάμεθ εἰσῆλθεν ἐπὶ τέλους εἰς τὴν Πόλιν. Καὶ εἰσῆλθε νικητής. Ἀλλ’ ὅπως πα-
ρατηρεῖ ὁ καθηγητὴς Νικόλαος Τωμαδάκης, μολονότι ὁ Μωάμεθ εἶναι ὁ νικητής, πρωταγω-
νιστὴς εἶναι ὁ Παλαιολόγος.
Ἐνίκησεν ὁ Μωάμεθ καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν Πόλιν καὶ «κατεθεὰτο τό τε μέγεθος καὶ
τὴν θέσιν, τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν καλλονήν», ἀλλ’ ἔβλεπεν ἐπίσης καὶ τὴν ἐρήμωσιν τῶν
οἰκιῶν καὶ τὴν παντελῆ φθορὰν αὐτῆς καὶ τὸν ὄλεθρον καὶ τότε δάκρυον ἀφῆκε τῶν
ὀφθαλμῶν καὶ μέγα στενάξας εἶπεν· οἵαν πόλιν ἐς διαρπαγὴν ἐκδεδώκαμεν.
Ἀλλ’ ὅμως τὸ δάκρυον τοῦ πορθητοῦ ἦτο δάκρυον οἴκτου, δὲν ἦτον ὁ θρῆνος τοῦ
Ἔθνους. Ὁ θρῆνος τοῦ ἱστορικοῦ τοῦ Ἔθνους, τοῦ Δούκα, εἶναι τοῦ ἰδιοκτήτου καὶ τοῦ κλη-
ρονόμου ἡ θλῖψις, ὁ θρῆνος καὶ ὁ κοπετός· Ὦ πόλις, πόλις, πόλεων πασῶν μερῶν! Ὦ πόλις,
πόλις, Χριστιανῶν καύχημα καὶ βαρβάρων ἀφανισμός! Ὦ πόλις, πόλις, ἄλλη παράδεισος
φυτευθεῖσα πρὸς δυσμάς, ἔχουσα ἔνδον φυτὰ παντοῖα βρίθοντα καρποὺς πνευματικούς!
Ποῦ σου ἡ τῶν χαρίτων τοῦ πνεύματος εὐεργετικὴ ρῶσις ψυχῆς τε καὶ σώματος;
Ἢ ὁ θρῆνος τοῦ λαϊκοῦ χρονογράφου· Καὶ τὴν ὥραν ἐκείνην ὁποὺ ἐπάρθη ἡ Πόλις,
ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος καὶ ἔγινε σκότος εἰς ὅλον τὸν κόσμον (ἀκριβῶς ὅπως κατὰ τὴν Σταύ-
ρωσιν τοῦ Κυρίου)· καὶ μὴ βάλῃ τινὰς εἰς τὸν νοῦν του ὅτι ἦτο ἔγκλειψις ἡλίου, ἀμὴ τοῦτο
ἦτο σημεῖον παρὰ Θεοῦ, διὰ νὰ ἐγνωρίσῃ ὁ κόσμος ὅλος ὅτι ἡ βασιλεύουσα τῶν πόλεων
παρεδόθη εἰς τὰς χεῖρας τῶν Τουρκῶν. Ὦ τῆς μακροθυμίας Σου, Δέσποτα Παντοκράτωρ,
πῶς τὸ ἐβάσταξες τοῦτο; Λοιπὸν τίς νὰ μὴ κλαύσῃ καὶ νὰ μὴ θρηνήσῃ τὸν ἀφανισμὸν
τῆς περιφήμου πόλεως τῆς Κυρίας πασῶν τῶν πόλεων, ποία καρδία νὰ εἶναι τόσον λίθινη
καὶ νὰ μὴν λάβῃ πίκραν διὰ τὴν συμφορὰν ἐκείνην;
Καὶ ἀκόμη ἔρχονται παραδόσεις καὶ ᾄσματα λαϊκὰ καὶ χρησμοὶ νὰ διαδηλώνουν τὴν
θλῖψιν αὐτήν. Ὁ λαὸς μετέβαλε τὴν θλῖψιν διὰ τὴν προδοσίαν τῆς τύχης ὄχι μόνον εἰς τὸ θρη-
νητικὸν ᾇσμα καὶ παράδοσιν διὰ νὰ ἱστορήσῃ τὸ γεγονός, διὰ νὰ ψάλῃ τὸν ἡρωϊσμὸν τῶν
ὑπερασπιστῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διὰ νὰ θρηνήσῃ τὴν μοῖραν τῆς Πόλεως καὶ τοῦ
Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ μελοποιήσῃ τὴν ἐλπίδα του, τὴν παρηγορίαν του, τὴν προσδο-
κίαν του.
Ὁ δὲ ἐλεεινὸς βασιλεὺς Κωνσταντῖνος καθὼς ἐμβῆκαν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὸ μέρος τοῦ
ἁγίου Ρωμανοῦ, ἐπερπατοῦσαν ἀπὸ τὰ τείχη καὶ ἔβλεπαν τοὺς ἐχθροὺς· εἶχε καὶ μετ’
αὐτοῦ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας. Καὶ πρὸς τὸ δεξιὸν ἦτο ἕνας ναὸς τὴς Παναγίας καὶ θεωρεῖ
ὁ βασιλεὺς μίαν βασίλισσα ὅπου ἔρχετον ἀπὸ ἔξω μὲ πολλοὺς εὐνοὺχους καὶ ἐμπῆκε
μέσα εἰς τὸν ναὸν. Ὑπῆγεν οὖν ὁ βασιλεὺς μὲ τοὺς ἄρχοντας νὰ ἰδῶσι τὴν βασίλισσα, ἡ
δὲ βασίλισσα ἄνοιξε τὴν ὡραίαν πύλην καὶ ἐμπῆκε μέσα καὶ ἐκάθησεν εἰς τὸ ἱερὸν σύν-
θρονον καὶ ἔδειξε σχῆμα λυπητικόν. Τότε ἄνοιξε τὸ ὑπεράγιον στόμα αὐτῆς καὶ εἶπε πρὸς
τὸν βασιλέα· Ἀφόντις μοῦ ἐπαράδωκαν ταύτην τὴν ταλαίπωρον πόλιν πολλὲς φορὲς τὴν
ἐγλύτωσα ἀπὸ ὀργὲς θεϊκές. Ἀλλὰ καὶ τώρα ἐπαρακάλεσα τὸν Υἱόν μου καὶ Θεόν. Καὶ
ὅμως ἔγινεν ἀπόφασις ὅτι νὰ παραδοθῆτε εἰς χεῖρας τῶν ἀλλοτρίων, διότι αἱ ἁμαρτίες
τοῦ λαοῦ ἄναψαν τὸν θυμὸν τοῦ Θεοῦ. Καί λοιπόν, ἄφες τὸ στέμμα τῆς βασιλείας σου
ἐδῶ νὰ τὸ φυλάγω ἕως εὐδοκήσῃ ὁ Θεὸς νὰ ἔλθῃ ἄλλος νὰ τὸ παραλάβῃ.Καὶ ἐσὺ ὕπαγε
νὰ ἀποθάνῃς ὅτι ἔτζι ὥρισεν ὁ Θεός.
Καί, ὡς ἤκουσεν, ὁ βασιλεὺς ἔγινε περίλυπος καὶ ἔβγαλε τὸ στέμμα τῆς βασιλείας
καὶ τὸ σκῆπτρον ὁποὺ ἐβαστοῦσεν εἰς τὸ χέρι καὶ ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὴν Ἁγίαν Τράπεζα
καὶ ἐστάθη δακρύων καὶ εἶπεν· Ὦ Δέσποινά μου, ἐπειδὴ διὰ τὰς ἁμαρτίας μου ἐξεγυ-
μνώθην καὶ τὴν τιμὴν τὴς βασιλείας καὶ χάνω καὶ τὴν ζωὴν, ἰδοὺ παραδίδω τὴν ψυχήν μου
εἰς χεὶράς σου καθὼς σοῦ ἐπαρέδωκα καὶ τὸ στέμμα τῆς βασιλείας. Τότε ἀπεκρίθη ἡ
Κυρία τῶν Ἀγγέλων· Ὁ Θεὸς νὰ ἀναπαύσῃ τὴν ψυχήν σου μετὰ τῶν ἀγίων αὐτοῦ. Ὁ δὲ
βασιλεὺς ἔβαλε μετάνοιαν καὶ ἐπῆγε νὰ φιλήσῃ τὸ γόνυ αὐτῆς. Ἐκείνη ἔγινε ἄφαντος
μετὰ τῶν εὐνούχων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν Ἄγγελοι, ἀλλὰ οὐδὲ τὸ στέμμα οὐδὲ τὸ σκῆπτρον τῆς
βασιλείας ἦτον ἐκεῖ ὁποῦ τὸ ἄφηκεν· διότι τὸ ἐπῆρεν ἡ Κυρία Θεοτόκος νὰ τό φυλάγῃ
ἕως νὰ γένῃ ἔλεος εἰς τό ταλαίπωρον γένος τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Θρῆνος λοιπὸν ἠκολούθησε τὴν Ἅλωσιν. Θρῆνος εἰς τοὺς Ἕλληνας. Θρῆνος εἰς τοὺς
Εὐρωπαίους. Καὶ φόβος. Ἐξεπλάγη ἡ Εὐρώπη διότι ἔπεσεν ἡ Πόλις. Δὲν ἀνεμένετο ἡ πτῶσις.
Οἱ πάντες ἤλπιζον ὅτι τὰ τείχη ἦσαν ἰσχυρά. Μόλις προσφάτως εἶχαν ἐπισκευασθῆ. Ἄλλωστε
πάντοτε τὰ τείχη εἶχαν προστατεύσει τὴν Πόλιν. Ἡ εὐψυχία καὶ ἡ ἀποφασιστικότης τῶν κα-
τοίκων ἦσαν ὑψηλαί. Καὶ ὅλοι ἀνέμενον τὴν ἐπέμβασιν τῆς Παναγίας κατὰ τὴν τελευταίαν
στιγμὴν μὲ ἕνα θαῦμα. Ἀλλ’ ὁ Μωάμεθ εἶχεν ἀποθρασυνθῆ· διότι πλὴν τῶν ἄλλων διέβλεπεν
«ὅτι οἱ Χριστιανοὶ ἡγεμόνες της Δύσεως μάχονται μεταξύ των, ὅτι αἱ χεῖρές μας (τῶν Δυτικῶν
Χριστιανῶν) ἐκηλιδώθηκαν διὰ τοῦ ἰδικοῦ μας αἵματος, ὅτι τὰ ὅπλα μας ἐμιάνθησαν μὲ τὸ
Χριστιανικὸν αἷμα», ὅπως γράφει ὁ Βησσαρίων. Ἀλλ’ ἡ Εὐρώπη ἐφοβήθη διότι ὁ Μωάμεθ
εἶχε δηλώσει ὅτι παρακαλεῖ τὸν Ἀλλὰχ νὰ ζήσῃ, ὥστε νὰ νικήσῃ καὶ ὅτι πρόκειται νὰ ὑποτάξῃ
μετὰ τὴν Νέαν καὶ τὴν παλαιὰν Ρώμην. Ἡ Πόλις εἶχεν ἁλωθῆ, ἀλλ’ ἡ Εὐρώπη ἐκινδύνευε,
ἐπειδὴ δὲν εἶχε προκινδυνεύσει ὑπὲρ τῆς Πόλεως. Ἡ ἅλωσις κατετρόμαξε τὴν Δύσιν, ἡ ὁποία
εἶχεν ἐλπίσει εἰς τὴν διατήρησιν τοῦ Βυζαντίου, ἀλλὰ δὲν τὸ εἶχε συνδράμει. Ὁ Κωνσταντῖνος
Ἄμαντος παρετήρησεν ὅτι δυστυχῶς τὸ τέλος τοῦ Βυζαντίου προῆλθεν ἀπὸ τὴν ἐξάντλησιν
ποὺ ἔφεραν οἱ ἀγῶνές του ὑπὲρ τῆς Εὐρώπης κατὰ τῆς Ἀσίας.
Ἡ πρώτη εἴδησις τῆς Ἁλώσεως ἔφθανεν εἰς τὴν Βενετίαν τὴν 29ην Ἰουνίου 1453, ἕνα
μῆνα μετὰ τὸ γεγονός, καθ’ ἥν ὥραν τὸ Μέγα Συμβούλιον τῆς Γαληνοτάτης Δημοκρατίας
ἐσυνεδρίαζεν, ἀπὸ ἀναφορᾶς τοῦ καστελλάνου τῆς Μεθώνης καὶ τοῦ βαΐλου τῆς Χαλκίδος.
Τὴν ἑπομένην ἡ Βενετία εἰδοποιοῦσε διὰ τὸ θλιβερὸν γεγονὸς τὸν πάπαν Νικόλαον τὸν Ε’
καὶ ἡ εἴδησις ἔφθανεν εἰς τὴν Ρώμην τὴν 8ην Ἰουλίου. Θλῖψις καὶ πένθος, ἀλλὰ περισσότερον
ἀγωνία καὶ φόβος ἐκάλυψε τὴν Δύσιν.
Αὐτὴν τὴν κατάστασιν ἔσπευσε νὰ ἐκμεταλλευθῇ ὁ εὑρισκόμενος εἰς τὴν Βολωνίαν
Βησσαρίων καὶ μὲ ἐπιστολήν του πρὸς τὸν Δόγην τῆς Βενετίας Francesco Forsari, ἀπὸ 13
Ἰουλίου 1453, νὰ τοῦ ἐπιστήσῃ τὴν προσοχὴν διὰ τα δραματικὰ μελλούμενα· Δύναμαι ὅμως
πλέον τώρα νὰ ζητήσω βοήθειαν ὄχι χάριν τῆς σωτηρίας τῆς πολιτείας ἢ τῆς πατρίδος
μου, ὅσον χάριν τῆς προστασίας καὶ τῆς τιμῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ, τῆς σωτηρίας ὅλων
τῶν Χριστιανῶν, τῆς διατηρήσεως τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Θὰ ἠδυνάμην διὰ μακρῶν
νὰ ἐκθέσω τώρα τοὺς τρομεροὺς κινδύνους ποὺ ἀπειλοῦν τὴν Ἰταλίαν, διὰ νὰ μὴ εἴπω
καὶ τὴν λοιπὴν Εὐρώπην. Ἀντιλαμβάνομαι ὅμως ὅτι αἱ σκέψεις αὐταὶ εἶναι γνωσταὶ εἰς
τὴν ὑμετέραν Σύγκλητον περισσότερον παρὰ εἰς ἐμὲ καὶ θὰ εἶμαι ἰδιαιτέρως σύντομος.
Δύο πράγματα ἠμποροῦν νὰ συμβοῦν. Ἢ θὰ δυνηθῇ ἡ Ὑψηλότης σου μαζί μὲ τοὺς ἄλλους
τοῦ Χριστιανισμοῦ ἄρχοντας νὰ καταστείλῃ καὶ νὰ συντρίψῃ ἐν τῇ ἀρχῇ της τὴν λύσσαν
τοῦ βαρβάρου, ὄχι μόνον διὰ τῆς ἀμύνης, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς ἀντεπιθέσεως, ἢ ἐκεῖνος,
ἀφοῦ κυριαρχήσῃ μετ’ ὀλίγον καὶ τὴς ὑπολοίπου Ἑλλάδος καὶ τῶν νήσων μας, τῆς Με-
σευρώπης καὶ τῆς Δαλματικῆς, θὰ φέρῃ καὶ τὴν Ἰταλίαν ἀκόμη πρὸ τοῦ ἐσχάτου κινδύνου.
Πιστεύω ὅτι οἱ Χριστιανοὶ ἡγεμόνες θὰ κατέλθουν εἰς τὸν ἀγῶνα, ἐφ’ ὅσον τόσον σπου-
δαῖα, τοσον ἀπειλητικά, τόσον φρικτὰ εἶναι τὰ γεγονότα, ἐφ’ ὅσον πρόκειται περὶ τῆς
κοινῆς σωτηρίας καὶ τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ. Πρὸ παντὸς ὅμως θὰ κατέλθουν εἰς τὸν
ἀγῶνα ἐφ’ ὅσον κληθοῦν παρὰ τῆς Ὑψηλότητός σου καὶ τῆς Ἑνετικῆς Συγκλήτου, τῆς
ὁποίας τόσον εἶναι τό κῦρος. Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον... σὲ ἐξορκίζω, ὅπως, ἀφοῦ τέλος δι-
ευθετηθῇ ἡ ἐν Ἰταλίᾳ κατάστασις, ἀφοῦ τερματισθοῦν οἱ πόλεμοι, κατὰ τοὺς ὁποίους
τόσον μανιωδῶς ἀγωνίζεσθε ἐναντίον ἀλλήλων σεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἄρχοντες, στρέψῃς τὰ
βλέμματά σου πρὸς τὰ σπουδαιότερα, προσέξῃς, τὸν ἐχθρὸν προσεγγίζοντα πλήρη λύσ-
σης πρὸς τὰ ὅρια τῆς Δύσεως καὶ καταστρέφοντα τὰ πάντα. Ποῖος εἶναι, νομίζεις, ὁ
λόγος ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωκε τόσην ἀλαζονείαν; Ἐγνώριζεν ὅτι οἱ Χριστιανοὶ ἡγεμόνες μά-
χονται μεταξύ των, ὅτι αἱ χεῖρές μας ἐκηλιδώθηκαν διὰ τοῦ ἰδικοῦ μας αἵματος, ὅτι τὰ
ὅπλα μας ἐμιάνθηκαν μέ τὸ Χριστιανικὸν αἷμα. Αὐτὴ ἡ γνῶσις τὸν ἔκαμε θρασύν, ἐπ’
αὐτῆς στηριζόμενος προσέβαλε τὴν βασιλεύουσαν τῆς Ἑλλάδος πόλιν, τὴν ἐξεπολιόρκησε,
τὴν συνέτριψε, τὴν διήρπασε. Διότι ἀσφαλῶς, ἐὰν ἐγνώριζεν ὅτι ἡμεῖς, καθὼς ἁρμόζει εἰς
Χριστιανοὺς ἡγεμόνας, λησμονήσαντες τὰς μεταξύ μας ἐχθρότητας, ὑψούμεθα ὁμο-
νοοῦντες καὶ σύμφωνοι πρὸς ἐπέκτσασιν τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, πίστευσέ με ὅτι ἔχι
μόνον δὲν θὰ ἐπετίθετο κατὰ τῶν ἀλλοτρίων, ἀλλὰ θὰ ἐθεώρει ὡς εὐεργεσίαν τὸ νὰ δύ-

ναται νὰ μένῃ ἐντὸς τῶν ἰδίων του ὁρίων.
Ἔτσι ὁ Βησσαρίων ἐπίστευε καὶ μετὰ τὴν ἅλωσιν, ὅπως ἐπίστευε καὶ πρὸ τῆς ἁλώ-
σεως, ὅτι ἦτο δυνατὸν νὰ ταρακουνήσῃ τὸν Χριστιανικὸν κόσμον τῆς Δύσεως εἰς μίαν Σταυ-
ροφορίαν διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς. Ἀλλά, φεῦ, ὕστερα ἀπὸ ὀλίγες
δεκαετίες οὔτε λόγος θὰ γίνεται πλέον διὰ Σταυροφορίαν τῆς Εὐρώπης. Ἡ δύναμις τῶν γε-
γονότων ἐπέβαλε τὴν συμβίωσιν, τὴν παραδοχὴν τοῦ κατακτητοῦ.
Ὅμως εἰς τὴν δουλεύουσαν Κωνσταντινούπολιν, εἰς τὴν πληγεῖσαν Ἑλληνικὴν Ἀνα-
τολήν, ὁ Ἑλληνισμὸς προετοιμάζεται νὰ παραμείνῃ εἰς σκοτεινὴν δουλείαν, ποὺ τὴν ἐπιθυμεῖ
σύντομον, ἀλλὰ ποὺ δυστυχῶς θά εἶναι μακροχρόνιος. Καὶ αὐτὴν τὴν προετοιμασίαν τὴν θε-
μελιώνει εἰς τὰς δυνάμεις του, πρέπει νὰ τὴν ἀντιμετωπίσῃ μόνος. Τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι
εὔκολον, ἀλλὰ ὁ Ἑλληνισμὸς ἔχει συνηθίσει νὰ ἀντλῇ ἀπὸ τὴν ἀκένωτον πηγὴν τῆς παραδό-
σεώς του. Ἔτσι δημιουργεῖ τὰς προϋποθέσεις τῆς ἐπιβιώσεώς του.
Τρία ἔτη μόλις μετὰ τὴν ἅλωσιν καὶ δύο ἔτη ἀπὸ τῆς πατριαρχείας του ὁ Γεννάδιος
Σχολάριος, ἀπὸ τὸν ναὸν τῆς Παμμακαρίστου, χαράσσει τὴν προοπτικὴν τοῦ Γένους, καὶ
εἰδικώτερον τὴν ἀποστολὴν τῆς Ἐκκλησίας· Ὅθεν, εἰ μέλλει ποτὲ τὸ δείλαιον ἡμῶν Γένος
τὸν ἥλιον εὐτυχέστερον ὁρᾶν αὐτοῖς ἐπιλάμποντα, ἐξ ἡμῶν τῶν ἱερωμένων καὶ μοναχῶν
ἀνατεῖλαι δεῖ τῆς πνευματικῆς ὑγείας ἀρχήν, ἐρρωμένως καὶ μετὰ πολλῆς τῆς σπουδῆς
τὴν τοιαύτην ἀναλαβομένων προαίρεσιν καὶ πολλὴ ἐλπίς ἐστιν ἐπὶ τῇ θείᾳ φιλανθρωπίᾳ
τὸ Γένος ἡμῶν ἅπαν παντοίως ἀναρρωσθήσεται.
Αὐτὴ ἡ ἀγωνία καὶ αὐτὴ ἡ ἐλπίδα θὰ ζῇ καὶ τρεῖς αιῶνες ἀργότερον, ὅταν ὁ
Φραγκῖσκος Σκοῦφος (τὸν ΙΖ’ αἰῶνα) θὰ ἐκλιπαρῇ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν· Φθάνει, κριτὰ δι-
καιότατε, φθάνει. Ἕως πότε οἱ τρισάθλιοι Ἕλληνες ἔχουσι νὰ εὑρίσκωνται εἰς τὰ δεσμὰ
τὴς δουλείας καὶ μὲ ὑπερήφανον πόδα νὰ τοὺς πατῇ τὸν λαιμὸν ὁ βάρβαρος Θράκης;
Ἕως πότε Γένος τόσον ἔνδοξον καὶ εὐγενικὸν ἔχει νὰ προσκυνᾷ ἐπάνω εἰς βασιλικὸν
θρόνον ἕνα ἄθεον τουλουπάνι καὶ οἱ χῶρες ἐκεῖνες εἰς τίς ὁποῖες ἀνατέλλει ὁ ὁρατὸς
τοῦτος ἥλιος ἀπὸ ἥμισυ φεγγάρι νὰ βασιλεύωνται; Ἄ, ἐνθυμήσου σὲ παρακαλῶ πῶς εἶσαι
ὄχι μόνον κριτὴς ἀμὴ καὶ πατὴρ καὶ πῶς παιδεύεις ἀμὴ δὲν θανατώνεις τὰ τέκνα σου...
Ἐνθυμήσου, θεάνθρωπε Ἰησοῦ, πὼς τὸ Ἑλληνικὸν Γένος ἐστάθη τὸ πρῶτον ὅπου ἄνοιξε
τὲς ἀγκάλες διὰ νὰ δεχθῇ τὸ θεῖόν σου Εὐαγγγέλιον, τὸ πρῶτον ὁποὺ ἔρριξε χαμαὶ τὰ
εἴδωλα καὶ κρεμάμενον εἰς ἕνα ξύλον σὲ ἐπροσκύνησεν ὡς Θεόν, τὸ πρῶτον ὁποὺ ἀντε-
στάθη τῶν τυράννων ὁποὺ μὲ τόσα καὶ τόσα βάσανα ἐγύρευαν νὰ ξερριζώσουν ἀπὸ τὸν
κόσμον τὴν πίστιν καὶ ἀπὸ τὲς καρδίες τῶν Χριστιανῶν τὸ θεῖόν σου ὄνομα... Καὶ ἀνίσως
καὶ οἱ φωνές μου τοῦτες δὲν σὲ παρακινοῦσιν εἰς σπλάγχνος, ἄς σὲ παρακινήσουν τὰ
δάκρυα ὁποὺ μοῦ τρέχουν ἀπὸ τὰ ὄμματα. Καὶ ἂν δὲν φθάνουν καὶ τοῦτα, οἱ φωνές, οἱ
παρακάλεσες τῶν Ἁγίων σου ὁποὺ ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς τρισαθλίας Ἑλλάδος φωνάζουσι.
Φωνάζει ἀπὸ τὴν Κρήτην ἕνας Ἀνδρέας καὶ σὲ παρακαλεῖ νὰ ἐξολοθρεύσῃς τοὺς
Ἀγαρηνοὺς λύκους ἀπ’ ἐκεῖνο τὸ βασίλειον εἰς τὸ ὁποῖον ἐποίμανε τῆς χριστωνύμου σου
ποίμνης τὰ πρόβατα. Φωνάζει ἀπὸ τὴν Πόλιν ἕνας Χρυσόστομος καὶ σὲ παρακαλεῖ νὰ
μὴν κυριεύεται ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Υἱοῦ ἐκείνη ἡ χώρα ὁποὺ μίας φορὰν ἀφιερώθη
τῆς Μητρὸς καὶ Παρθένου. Φωνάζει ἡ Αἰκατερῖνα καὶ δείχνοντάς σου τὸν τροχὸν σὲ πα-
ρακαλεῖ ὁ τροχὸς πάλιν νὰ γυρίσῃ τῆς τύχης διὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Φωνάζουσι οἱ Ἰγνάτιοι
ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν, οἱ Πολύκαρποι ἀπὸ τὴν Σμύρνην, οἱ Διονύσιοι ἀπὸ τὲς Ἀθῆνες, οἱ
Σπυρίδωνες ἀπὸ τὴν Κύπρον καὶ δείχνοντάς σου τοὺς λέοντας ὁποὺ τοὺς ἐξέσχισαν, τὲς
φλόγες ὁποὺ τοὺς ἔκαυσαν, τὰ σίδηρα ὁποὺ τοὺς ἐθέρισαν ἐλπίζουσι ἀπὸ τὴν ἄκραν
σου εὐσπλαγχνίαν τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων καὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος τὴν ἀπολύτρωσιν.
Ἔτσι ὡπλισμένος ὁ Ἑλληνισμὸς ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἁλώσεως θὰ στηριχθῇ
εἰς τὰς δυνάμεις του, θὰ καταφύγῃ εἰς τὴν Πίστιν, θὰ ἐνδυναμωθῇ ἀπὸ τὴν Παιδείαν διὰ νὰ
ἀντιπαλαίσῃ, νὰ ἀμυνθῇ καὶ ἐν τέλει νὰ ἀποδυθῇ εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς ἀπελευθερώσεώς του.
Ὁ ἱστορικὸς Κωνσταντῖνος Ἄμαντος εἶχε παρατηρήσει ὅτι δυστυχῶς τὸ τέλος τοῦ
Βυζαντίου προῆλθεν ἀπὸ τὴν ἐξάντλησι ποὺ ἔφεραν οἱ ἀγῶνές του ὑπὲρ τῆς Εὐρώπης κατὰ
τῆς Ἀσίας. Διὰ τοῦτο ἡ Ἅλωσις ἀποτελεῖ γεγονὸς Εὐρωπαϊκὸν καὶ Παγκόσμιον, Οἰκουμενι-
κόν. «Καὶ ἡ Οἰκουμενικὴ αὐτὴ ἰδέα ἀναπτυχθεῖσα ἐπὶ Βυζαντίου δὲν ἀπέθανε», παρατηρεῖ
ὁ καθηγητὴς Διονύσιος Ζακυθηνός, «μὲ τὸν θάνατον τῆς αὐτοκρατορίας... Ἡ Ἐκκλησία προ-
στάτις τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους ἐξέπεμπε τὴν ἀκτινοβολίαν της πρὸς ὅλην τὴν Χριστιανικὴν
Ἀνατολὴν... Ὑπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς δυνάστας ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀνελάμ-
βανε τὸ ἔργον τοῦ Βυζαντίου».
Ἔτσι ἡ Ἅλωσις ἐπέφερε μὲν ταλαιπωρίαν εἰς τὸν Ἑλληνισμόν, ἀλλὰ δὲν τὸν παρε-
ξέκλινε ἀπὸ τὴν αἰώνιον ἀποστολὴν του. Ἄλλωστε αὐτὸ τὸ ἀντιμετώπισε κατ’ αὐτὴν τὴν
ἐποχὴν τῆς Ἁλώσεως. Ἀπαντᾷ εἰς τὴν ἐπιβουλὴν τῆς Ἀνατολῆς μὲ τὸ σθένος τοῦ μαχητοῦ.
Καὶ ἀπαντᾷ εἰς τὴν πρόκλησιν τῆς Δύσεως, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸν ἐκκλησιαστικὸν συμβι-
βασμὸν τῆς Ἑνώσεως, μὲ τὴν ἐμμονὴν εἰς τὰ πάτρια.
Ἡ Ἅλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξε μέγα, παγκοσμίου σημασίας, γεγονὸς
καὶ ἀποτελεῖ σταθμὸν εἰς τὴν παγκόσμιον ἱστορίαν. Τοῦτο τὸ ᾐσθάνθησαν ἤδη οἱ σύγχρονοι
τῆς Ἁλώσεως. Ὁ Silvio Aenea Piccolomini, ὁ κατόπιν πάπας Πῖος ὁ Β’, ὡμίλησε διὰ δεύτερον
θάνατον τοῦ Ὁμήρου καὶ διὰ δεύτερον θάνατον τοῦ Πλάτωνος. Ὁ ἱστορικὸς τῆς Ἁλώσεως
Λαόνικος Χαλκοκονδύλης σημειώνει· δοκεῖ δὲ ἡ ξυμφορὰ αὕτη μεγίστη τῶν κατὰ τὴν
οἰκουμένην γενομένων ὑπερβαλέσθαι τῷ πάθει καὶ τῇ τῶν Ἰλίου παραπλησίαν γεγονέναι.
Καὶ ὁ Ἀνδρόνικος Κάλλιστος, συγραφεὺς τοῦ ΙΕ’ αἰῶνος, θεωρεῖ ὅτι ἡ Ἅλωσις τῆς Κωνσταν-
τινουπόλεως θὰ γίνῃ παγκόσμιος θρῆνος· Νῦν θρηνήσουσιν Ἰταλοί, νῦν οἱ Κελτοί κλαύ-
σουσι, νῦν Γαλάται καὶ Βρεταννοί, νῦν Γερμανοὶ καὶ Ἰλλυριοὶ καὶ Θρᾷκες καὶ Παίονες,
νῦν Ἴβηρες ἀνοιμώξουσι, νῦν Ἰνδοὶ σκυθρωπάσουσι, νῦν γένος ἅπαν καὶ ἡλικία πᾶσα καὶ
νῆσοι καὶ ἤπειροι κατακόψονται. Ἡ Ὀθωμανικὴ κατάκτησις ἀνέκοψε τὴν διαμόρφωσιν τῆς
Ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς καὶ τοῦ Νοτιοευρωπαϊκοῦ χώρου καὶ τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς εἰς χῶρον
ἀναπτύξεως πολιτισμοῦ παραλλήλως μὲ τὸν ἀναπτυσσόμενον εἰς τὴν Δύσιν πολιτισμόν.
Καὶ ὑπῆρξε σταθμὸς ἡ Ἅλωσις, διότι ἔπεσε τὸ κέντρον τοῦ Πολιτισμοῦ, ὅπως ἐξε-
φράζετο μὲ τὸν Ἑλληνισμὸν καὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν. Καὶ εἶχε μὲν μεταναστεύσει κάπως ὁ Ἑλλη-
νισμός, πρὸ τὴς Ἁλώσεως, εἰς τὴν Δύσιν, ἀλλὰ ἡ Κωνσταντινούπολις. Εὐτυχῶς αὐτὸ παρὰ
τὴν συμφορὰν παρέμεινεν.
Ἀκόμη μὲ τὴν Ἅλωσιν τὴς Κωνσταντινουπόλεως μετεβλήθη καὶ τὸ κέντρον τοῦ Ἰσλα-
μισμοῦ. Μετεκόμισεν ἀπὸ τὴν Ἀσίαν διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Εὐρώπην, ἀλλὰ ὡς ἅρπαξ καὶ κα-
ταχραστής, ὄχι ὡς κληρονόμος καὶ ἀπόγονος. Καὶ βεβαίως ἕως ὅτου μετὰ τοῦ Μικρασιατικοῦ
Ἑλληνισμοῦ τὴν καταστροφὴν ἐπανέλθῃ καὶ πάλιν εἰς τὴν Ἀσίαν τὸ κέντρον του (=τὴν Ἄγκυ-
ραν), ὅπου καὶ πράγματι ἀνήκει.
Εἶναι σταθμὸς ἡ Ἅλωσις διότι μὲ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τῶν λοιπῶν
ὑπερασπιστῶν ἐπανέρχεται ὅλος ὁ ζωτικὸς ρυθμὸς τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ Βυζαντίου. Ἡ Πόλις
εἶναι τὸ ἐνδιαίτημα ἁγίων ἀνδρῶν καὶ ἡρωϊκῶν μορφῶν. Εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου, τοῦ Φωτίου, τοῦ Νικολάου τοῦ Μυστικοῦ. Εἶναι ἡ πόλις τοῦ Μεγάλου Κων-
σταντίνου, τοῦ Ἰουστινιανοῦ, τοῦ Ἡρακλείου, τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, τοῦ Βασιλείου Βουλ-
γαροκτόνου, τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Α´ Κομνηνοῦ. Εἶναι ἡ πόλις μὲ τοὺς καλλιτεχνικοὺς θησαυροὺς
τῆς ἀρχαιότητος, μὲ τὸ πλῆθος τῶν χειρογράφων ποὺ παραδίδουν τὴν σοφίαν τῶν ἀρχαίων
Ἑλλήνων καὶ τὴν πίστιν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν λοιπῶν Βυζαντινῶν συγγρα-
φέων. Εἶναι ἡ πόλις μὲ τὰ ἱερὰ κειμήλια, τὰς ἁγίας εἰκόνας, τὴν γλῶσσαν, τὴν πίστιν, τὴν

Ὀρθοδοξίαν.
Ἐπανέρχεται κατὰ τὴν Ἅλωσιν ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ποὺ καλεῖ τὸν Ἀρκάδιον
νὰ μὴ δειλιάσῃ εἰς τὸν ἐκβιασμὸν τῶν Γότθων καὶ νὰ σώσῃ τὴν Πόλιν. Ἐπανέρχεται ὁ Σέργιος
καὶ ὁ Βῶνος ποὺ ὑπερασπίζουν τὴν Πόλιν ἀπὸ τοὺς Πέρσας καὶ τοὺς Ἀβάρους. Ἐπανέρχεται
ὁ Λέων ὁ Γ’ ὁ Ἴσαυρος ποὺ δὲν ἀνέχεται τὴν ὑπεροπτικὴν ὀφρῦν τῶν Ἀράβων. Ἐπανέρχεται
ὁ Φώτιος ποὺ προτρέπει εἰς τὴν ἀντιμετώπισιν τῆς ἐπιδρομῆς τῶν Ρώσων. Ἀκόμη ἀναζωπυ-
ρώνεται μὲ τὸν Κωνσταντῖνον τὸν Παλαιολόγον, παλαιὸν δεσπότην τοῦ Μυστρᾶ, ἡ μία καὶ
μόνη Ἑλληνικὴ στάσις ποὺ ὑπάρχει ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Λεωνίδου, αὐτοῦ τοῦ Σπαρτιάτου,
εἰς τὰς Θερμοπύλας «τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι», ὅπου τὰ ρήματα ἐκείνων
εἶναι τὸ χρέος.
Ἡ Ἅλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀποτελεῖ σταθμὸν παγκόσμιον καὶ πανανθρώ-
πινον διότι τότε εὑρέθησαν ἀντιμέτωποι ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐμμονὴ εἰς τὰ πάτρια μὲ τὴν ἰσχύν, τὸ
θράσος καὶ τὴν πρόσκαιρον σωτηρίαν.
Διὰ τοῦτο καὶ ἀπετέλεσεν ἀφετηρίαν. Ἡ ἐιπιλογὴ τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
καὶ τοῦ Λουκᾶ Νοταρᾶ ἡ θυσία, τῶν πρώτων ἐπωνύμων Νεομαρτύρων, ἐδημιούργησε τὰ
πρότυπα τὰ ἀγωνιστικὰ διὰ τοὺς μέλλοντας νὰ δουλεύσουν εἰς τὸν Τοῦρκον Ἕλληνας, διότι
τοὺς ὑπέβαλλαν τὴν ἀντίληψιν ὅτι δὲν ὑπάρχουν περιθώρια ἐπιλογὴῆς μεταξὺ πίστεως καὶ
εὐημερίας. Ἐξ ἄλλου ἡ ἀπάντησις τοῦ Κωνσταντίνου ἐτίμησε τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων καὶ τὸ
περιέβαλε μὲ ὑπερηφάνειαν, Διότι δὲν θὰ περιεφέρετο χαμαίζηλον ἀνὰ τὰς αὐλὰς τῆς Εὐρώ-
πης νὰ ἐκλιπαρῇ τὴν ἐπιβίωσιν.
Ἤδη ἀπὸ τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς δουλείας εἶχε θέσει τὴν προοπτικὴν τῆς ἐπιβιώ-
σεως καὶ τῆς ἀναγεννήσεως μὲ δύο βασικὰ μέσα. Τὴν θρησκείαν, τὴν ὀρθόδοξον πίστιν, καὶ
τὴν παιδείαν τὴν γλῶσσαν. Τὴν σημασίαν τῆς θρησκείας, τῆς ἐμμονῆς εἰς τὰ πάτρια, ὑπέδει-
ξεν ὁ Γεννάδιος καὶ οἱ λοιποὶ λογάδες καὶ ὁ λαός. Τὴν ἀξίαν τῆς παιδείας καὶ μάλιστα τῆς
γλώσσης, ἐκφράζει μεταξὺ ἄλλων ὁ Λαόνικος Χαλκοκονδύλης. Ἰδοὺ πῶς διατυπώνει ὁ κα-
θηγητὴς Νικόλαος Β. Τωμαδάκης τὰς ἀπόψεις τοῦ ἱστορικοῦ· «Διὰ νὰ ἔχῃ τὸ βιβλίον του
διάδοσιν οὐ μόνον εἰς τὴν Ἀνατολὴν ἀλλὰ καὶ τὴν Δύσιν, ὅπου πλεῖστοι ὅσοι γνωρίζουν τὴν
ἀρχαίαν γλῶσσαν, γράφει αὐτὸ εἰς τὴν ἑλληνικήν. Τῆς ἀρχαίας γλώσσης τὴν δόξαν κρίνει
μεγάλην οὐ μόνον κατὰ τὸ παρελθόν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ μέλλον, ὅταν οἱ Ἕλληνες θὰ ἐπανιδρύ-
σουν κράτος καὶ Ἕλλην βασιλεύς θὰ προστῇ αὐτοῦ καὶ θὰ τὸν διαδεχθοῦν πάλιν Ἕλληνες.
Τὸ κράτος αὐτὸ θὰ εἶναι διὰ μὲν τοὺς ἰδίους τοὺς ὁμοεθνεῖς εὐχάριστον, διὰ δὲ τοὺς ἀλλο-
εθνεῖς τρομερόν. Κατὰ ταῦτα ὡς περιπέτειαν μόνον ἔβλεπεν ὁ Χαλκοκονδύλης τὴν ἅλωσιν
τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν κατάλυσιν τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν. Δεδομένου ὅμως ὅτι
οὔτε ἀπὸ τοὺς Φράγκους ἀνέμενε τὴν ἀνασύστασιν τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας (ἀφοῦ
ἤθελεν Ἕλληνα βασιλέα, διαδόχους καὶ ἰσχυρὸν κράτος μὲ ἐπίσημον γλῶσσαν τὴν ἀρχαίαν),
οὐδὲν ἄλλο δυνάμεθα νὰ φαντασθῶμεν ὅτι ἔβλεπεν ὡς δημιουργὸν τῆς ἀναστάσεως εἰ μὴ
τὴν Ἑλληνικὴν παιδείαν. Αὐτὸ ἦτο τὸ ἀνθρωπιστικόν του ἰδεῶδες. Δι’ αὐτοῦ ἥνωνε τὸν ἐν
καταπτώσει, ἡττημένον καὶ ὑλικῶς ἀνίσχυρον Ἑλληνισμὸν τῶν χρόνων του πρὸς τὴν δόξαν
τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, πρὸς τοὺς Ἕλληνας οἱ ὁποῖοι ἐπὶ μέγα ἀφίκοντο κλεος· κατά τε
ἄλλα καὶ Εὐρώπην καὶ δὴ καὶ Λιβύην, ἐπὶ Γάγγην τε καὶ Ὠκεανὸν καὶ ἐπὶ Καύκασον ἔτι
ἐλαύνοντες.
Ἔτσι ἡ Ἅλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξεν ἀφετηρία διὰ τὸν Ἑλληνισμόν,
διότι τοῦ ἐπεσήμανεν ἐκ νέου ὅτι ὁ δρόμος τῆς ἀποκαταστάσεώς του διέρχεται ἀπὸ τὴν παι-
δείαν. Μὲ αὐτὰ ἐπάλαισε καὶ ἠνδρώθη καὶ ἀπετίναξε τὸν ζυγόν, ὅπου τὸν ἀπετίναξε.
Ἀφετηρία καὶ σταθμὸς εἶναι ἡ Ἅλωσις. Διότι καὶ σήμερον ὁ Ἑλληνισμός, ἀλλὰ καὶ ἡ
Εὐρώπη, ἀντιμετωπίζει καὶ πάλιν τὸν ἴδιον κίνδυνον. Τὴν ἐπιβουλὴν τῆς Ἀνατολῆς. Καὶ εἰς
αὐτὴν ἀπαντᾷ μὲ τὸ δίδαγμα τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου· Εἰ μὲν βούλει, καθὼς
καὶ οἱ πατέρες σου ἔζησαν, εἰρηνικῶς σὺν ἡμῖν συζῆσαι καὶ σύ, τῷ Θεῷ χάρις. Ἐκεῖνοι
γὰρ τοὺς ἐμοὺς γονεῖς ὡς πατέρας ἐλογίζοντο καὶ οὕτως ἐτίμων, τὴν δὲ Πόλιν ταύτην
ὡς πατρίδα. ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ. Τί γὰρ οἶδας, εἰ θαρρῶν κερδᾶναι εὑρεθῇς, κερδανθείς;
(Δούκας). Δὲν εἶναι μόνον ἡ ὑπερήφανος καὶ ἔντιμος ἀπάντησις. Εἶναι καὶ ἡ νικηφόρος. Διότι
βεβαίως ὁ Μωάμεθ κατέκτησε τὴν Πόλιν, ἀλλὰ εἰς τὴν τιμὴν τῆς ἱστορικῆς μνήμης καὶ τὴν
ἱεραρχίαν τῶν ἀξιῶν, οἱ ἑπτὰ χιλιάδες τοῦ Κωνσταντίνου ἐνίκησαν τὰς δεκάδας χιλιάδων
τοῦ Μωάμεθ τοῦ Β’, ὅπως οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι τριακόσιοι τὰς μυριάδας τῶν Περσῶν.
Ὅμως δὲν εἶναι μόνον ἡ ἐπιβουλὴ τῆς Ἀνατολῆς. Διὰ τὸν Ἑλληνισμὸν ἐπανέρχεται
καὶ πάλιν ἡ πρόκλησις τῆς Δύσεως.Ὄχι πλέον τώρα τόσον μὲ τὴν μορφὴν ἐκκλησιαστικῶν
ἑικῶν συνθημάτων. Ἀλλὰ μὲ τὴν μορφὴν συγκλονιστικῶν προβλημάτων ἐπιβιώσεως, ἀφοῦ
διὰ τὴν παρακολούθησιν τῆς συγχρόνου ζωῆς, τοῦ συγχρόνου βίου, τῆς συγχρόνου τεχνολο-
γίας, τῆς ἐντάξεως εἰς τὴν παγκόσμιον οἰκονομίαν καὶ τὴν διεθνῆ διακίνησιν τῶν προϊόντων
καὶ ὑπηρεσιῶν πρόκειται. Ἐπιβίωσις μὲ ἀλλοτρίωσιν; Καθυστέρησις μὲ ἐγωϊστικὴν ἀπομό-
νωσιν; Ἀλλὰ τὸ δίδαγμα τῆς Ἁλώσεως εἶναι σαφές· Ποῖον ἔθνος ἐβουλεύσατό ποτε σύμπαν
ὁμοῦ τὴν πίστιν καὶ τὴν θρησκείαν ἀμεῖψαι τὴν ἑαυτοῦ, μόνον ἵνα τοῦ ἔξωθεν εὐροῇ;
Πάντα ἂν ὑποστῆναι μᾶλλον ἢ τὴν πάτριον ἀρνήσασθαι δόξαν καὶ τὸ τῶν πολεμίων δέος
οὐδὲν πρὸς τὴν πίστιν εἶναι δοκεῖ.
Ἐν τέλει ἀπεδείχθη σοφωτέρα ἡ θέσις τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου ἐπιδιώκοντος τὴν
ἀντίστασιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἰς τὸν κατακτητὴν χωρὶς ὑποχωρήσεις εἰς τὴν πίστιν καὶ εἰς
τὰς προκλήσεις πιθανῆς βοηθείας· ἀπεδείχθη διορατικωτέρα ἀπὸ τὴν θέσιν τοῦ Βησσαρίωνος
στηριζομένου μόνον εἰς τὴν πιθανότητα ξένης βοηθείας καὶ εἰς συμβιβασμοὺς εἰς τὴν πίστιν.
Τὸ γεγονὸς τοῦτο τῆς ἐμμονῆς εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν ἀπετέλεσε πολλάκις σημεῖον
κατηγορίας τῶν τότε πρωτοπόρων διότι μὲ τὴν ἐμμονήν των νὰ ἀρνοῦνται τὴν ἀποδοχὴν
μιᾶς φράσεως «καὶ ἐκ τοῦ υἱοῦ» ἀπωλέσθη τάχα ἡ ἐλευθερία τῆς Κωνσταντινουπόλεως Κα-
τηγορίαν τὴν ὁποίαν καὶ σήμερον ἀκοῦμεν μὲ τὴν ἐμμονήν μας νὰ μὴ ὑποχωρήσωμεν εἰς τὴν
ὀνομασίαν μιᾶς κατεσκευασμένης κρατικῆς ὀντότητος μὲ ὄνομα τὸ ὁποῖον οὐδεμίαν ἔχει
σχέσιν καὶ μὲ τὴν πληθυσμιακὴν σύνθεσιν τῆς περιοχῆς, ἀλλὰ καὶ καὶ τὸ πλεῖστον μέρος μὲ
τὴν ἱστορίαν τὴς περιοχῆς, τοῦ κράτους τῶν Σκοπίων μὲ τὸ ὄνομα Μακεδονία. Ἐνθυμούμεθα
τώρα αὐτὴν τὴν ἄλλην ἐποχήν, τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν ὁ Τουρκικὸς
ἐπεκτατισμὸς προωθεῖτο εἰς τὴνΕὐρώπην καὶ εἰς τὴν Βόρειον Ἀφρικὴν καὶ ἔκρουε τὰς πύλας
τῆς πρωτευούσης τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ τότε ὁ Ἑλληνισμὸς ἐζήτει
τὴν συνδρομὴν τῶν Δυτικῶν Εὐρωπαίων διὰ νὰ ἀντιμετωπισθῇ ἀπὸ κοινοῦ ἡ ἐπερχομένηη
βαρβαρότης. Καὶ τότε ἐδεχόμεθα τὰς εἰρωνείας ὅτι διὰ μίαν λέξιν, filioque, ἐχάναμε τὴν ὑπο-
στήριξίν των. Ἀλλ’ ὅμως τὰ γεγονότα ἦλθαν καὶ ἐδικαίωσαν τὴν Ἑλληνικὴν θέσιν. Οἱ Δυτικοὶ
Εὐρωπαῖοι δὲν ὑπεστήριξαν τὴν ἑλληνικὴν εὐαισθησίαν διὰ τὰς ἀρχὰς καὶ τὴν ἱστορικὴν
ἀλήθειαν καὶ ἐχρειάσθηκαν διακόσια καὶ πλέον χρόνια, νὰ φθάσουν οἱ Τοῦρκοι πρὸ τῶν
πυλῶν τῆς Βιέννης, τὸ 1683, διὰ νὰ καταφέρουν τὸ ἀποτελεσματικὸν κτύπημα εἰς τὸν Τουρ-
κικὸν ἐπεκτατισμόν. Ἡ σημερινὴ ἀντίδρασίς μας διὰ τήν οἰκειοποίησιν μιᾶς ἱστορικῶς ἀπα-
ραδέκτου ὀνοματοθεσίας δὲν ἀποβλέπει μόνον εἰς τὴν ἀποτροπὴν μιᾶς πλαστογραφήσεως,
ἀλλ’ ἐπισημαίνει, ὅπως καὶ κατὰ τὴν Ἅλωσιν, ἕνα κίνδυνον εὐρωπαϊκῶν διαστάσεων. Ἡ
ἑλληνικὴ εὐαισθησία, νὰ μὴ ὑποταχθῇ εἰς μίαν παραχάραξιν δογματικῆς ἀληθείας, ἐπεσή-
μαινε ἕνα κίνδυνον τὸν ὁποῖον ἡ Εὐρώπη ἀντελήφθη καὶ ᾐσθάνθη μετὰ διακόσια χρόνια, καὶ
τοῦ ὁποίου αἱ συνέπειαι εἶναι ἀκόμη ἐμφανεῖς.
Πρέπει κάποτε νὰ πεισθοῦν ὅλοι, καὶ αὐτὸ εἶναι ἕνα ἄλλο μήνυμα τῆς ἁλώσεως, ὅτι
τὰ ὀνόματα ἐπιβιώνουν, σηματοδοτοῦν τὴν πολιτιστικὴν κληρονομίαν καὶ παραπέμπουν εἰς
τοὺς ἰδιοκτήτας. Ἄς μετεβλήθη ἡ Σμύρνη εἰς Izmir, ἡ Νίκαια εἰς Iznik, ἡ Πόλις εἰς Stamboul.
Μετεβλήθη ἡ πολιτιστικὴ καταγωγὴ τῶν ἑλληνικῶν αὐτῶν πόλεων; Ἢ μήπως τὸ μεγαλούρ-
γημα τοῦ Ἀνθεμίου καὶ τοῦ Ἰσιδώρου παραπέμπει εἰς μουσουλμανικὸν τέμενος, μουσεῖον ἢ
τζαμί; Ἡ Ἁγία Σοφία σηματοδοτεῖ Χριστιανισμὸν καὶ Ὀρθοδοξίαν. Καὶ Ayiasofia τὴν ἀπο-
καλοῦν πάντοτε οἱ Τοῦρκοι, καὶ βεβαίως τὰ πλήθη τῶν τουριστῶν ποὺ τὴν θαυμάζουν ἔκθαμ-
βοι. Διὰ νὰ ὑπενθυμίζῃ τὰς καταβολὰς τοῦ μεγαλειώδους ἀρχιτεκτονήματος, ἀλλὰ καὶ τὴν
ὑπεξαίρεσιν τῆς μοίρας.
Φαίνεται λοιπὸν σαφέστατα ὅτι ἡ Ἅλωσις προσφέρει τὴν σημαντικωτάτην ὑπόμνησιν·
Ὅτι εἰς τὰς κρισίμους στιγμὰς οὐδεὶς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἀποφασίζῃ ἔστω καὶ μὲ πλειονο-
ψηφίαν ἢ καὶ παμψηφίαν ἀκόμη τὴν παράδοσιν πόλεων, ἱερῶν, ὁσίων, ἀλλ’ ἔχει τὸ χρέος νὰ
τὰ ὑποστηρίζῃ καὶ νὰ θυσιάζεται δι’ αὐτά. Ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος ἀρνούμενος νὰ
παραδώσῃ τὴν Πόλιν κατὰ τὸ δοκοῦν. Ἀλλὰ καὶ οἱ Πολῖται δὲν εἶναι ἐξουσιοδοτημένοι ὑπὸ
οἱανδήποτε μορφὴν πλειονοψηφίας ἢ παμψηφίας νὰ διαθέσουν τὴν Πόλιν διὰ νὰ σωθοῦν.
Πέραν τοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς ἀποφάσεως νὰ ἀποθάνουν διὰ τὴν Πόλιν ἐκεῖνο ποὺ ἐκπλήσσει
εἶναι ἡ πεποίθησις ὅτι βασιλεὺς καὶ κάτοικοι -εὐκαιριακοὶ διαχειρισταὶ τῆς Πόλεως- δὲν
ἔχουν τὴν ἐξουσίαν νὰ σκεφθοῦν τὴν ζωήν των, τὴν σωτηρίαν των, τὴν εὐημερίαν των. Ἡ
Πόλις εἶναι ὑπεράνω τῶν ἁρμοδιοτήτων των. Ἐγὼ γὰρ πρὸς τὸν Θεὸν καταφεύγω, ἀπο-
τείνεται πρὸς τὸν σουλτᾶνον ὁ Κωνσταντῖνος, καὶ εἰ θελητὸν Αὐτῷ ἐστι τοῦ δοῦναι καὶ τὴν
πόλιν ταύτην εἰς χεῖράς σου τίς ὁ ἀντειπεῖν δυνάμενος; (Δούκας). Εἰς τὴν πεποίθησιν
αὐτὴν ἐδημιουργήθησαν αἱ προϋποθέσεις τῆς ἡρωϊκῆς ἀντιστάσεως καὶ τοῦ ἡρωϊκοῦ θανάτου
τῶν ὑπερασπιστῶν. Εἰς τὴν διάκρισιν τῆς σημασίας τῶν καθημερινῶν, φιλοζωϊκῶν ἀναγκῶν
τῆς ἐπιβιώσεως καὶ τῆς εὐημερίας καὶ τῆς σημασίας τῶν αἰωνίων δυνάμεων καὶ ἀξιῶν.
Ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος, οἱ ἄλλοι ὑπερασπισταί, ἡ Βυζαντινὴ θνῄσκουσα Κων-
σταντινούπολις ἐθεμελίωσαν ὄχι μόνον τὴν προοπτικὴν διὰ μίαν ἐπανοικοδόμησιν τοῦ Ἑλλη-
νισμοῦ μὲ τὴν ἰδέαν τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ Γένους, ἀλλὰ συνετέλεσαν εἰς τὴν
αὐτοσυνειδησίαν τῆς Εὐρώπης, τῆς Εὐρώπης ὡς προπυργίου. Ἡ ἀπάντησις τοῦ Κωνσταντί-
νου εἰς τὸν ἀμηρᾶν ὑπῆρξεν ἡ ζωὴ τῆς ἀναστάσεως. Ἐν τέλει ἡ θνήσκουσα Πόλις ἀπέδειξεν
ὅτι δὲν ἦτο καθόλου παρακμὴ πνευματική. Μὲ τοιαύτην ἀντίληψιν τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου,
μὲ τὸ ὑψηλὸν φρόνημα τοῦ ἀγῶνος, αἱ προοπτικαὶ τῆς θυσίας ὁδηγοῦν εἰς τὴν Ἀνάστασιν,
ὄχι εἰς τὸν Ἅδην.
Διότι πνευματικῆς ἀλκῆς δεῖγμα εἶναι ἡ ἀπάντησις τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολό-
γου, τῶν Ἑλλήνων τῆς 29ης Μαΐου 1453. Τὸ τὴν πόλιν σοι δοῦναι οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’
ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθα-
νοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Συναγωγὴν κειμένων τῶν τεσσάρων Ἑλλήνων ἱστορικῶν τῆς Ἁλώσεως, μὲ ἐκτενεῖς εἰσαγωγὰς καὶ ὑπομνηματισμὸν
βλ. Νικολάου Β. Τωμαδάκη, Δούκα - Κριτοβούλου - Σφραντζῆ - Χαλκοκονδύλη, Περὶ τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως
(1453). Συναγωγὴ κειμένων μετὰ προλόγου καὶ βιογραφικῶν μελετημάτων περὶ τῶν τεσσάρων ἱστοριογράφων. Ἀθῆναι
1953. Ἀνατύπωσις· Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη 1953.
Ἐξιστόρησιν τῶν κατὰ τὴ Ἅλωσιν βλ. Στῆβεν Ράνσιμαν, Ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μετάφραση Νικολ.
Κ. Παπαρρόδου. Ἐπιλογὴ εἰκόνων, λεζάντες καὶ σημειώσεις Μιχαὴλ Μπεργαδῆ. Ἐπιμέλεια Στάθη Κυριάκου. Ἐκδόσεις
Μπεργαδῆ. Ἀθήνα 1980, (ὅπου καὶ βιβλιογραφία).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου