Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Τι πρέπει να κάνουμε; Απαντά ο ψυχοθεραπευτής Πατήρ Φιλόθεος Φάρος


Πιστεύω ότι η αιτία είναι η επικράτηση ενός «ήθους» το οποίο εκτός του ότι είναι παραπλανητικό και δυσλειτουργικό, δημιούργησε συγκεκριμένες πεποιθήσεις στους ανθρώπους για το ποιες είναι δήθεν οι πραγματικές τους ανάγκες και πώς δήθεν θα είναι η ζωή τους καλύτερη. Κυρίως, επικράτησε η εντύπωση ότι η πραγματική ανάγκη του ανθρώπου είναι να επιδιώκει το ατομικό του συμφέρον και όχι το κοινό. Αυτή η πεποίθηση, όμως, είναι παραπλανητική και αντίκειται προς την πραγματικότητα, αφού ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει πολύ καλύτερα όταν αποδεχθεί μια ισορροπία μεταξύ ατομικού και κοινού συμφέροντος. Άλλωστε ο κόσμος έχει μια ενότητα. Όταν κάποιος εξασφαλίσει τη μερίδα του λέοντος για τον εαυτό του ενώ κάποιοι άλλοι υστερούν, δεν θα μπορέσει να χαρεί τελικά αυτό που εξασφάλισε για τον ίδιο τον εαυτό του! Κι αυτό, γιατί, μπορεί να περνά καλά με την οικογένειά του, με τις σχέσεις του, αλλά αν οι υπόλοιποι στον περίγυρό του δεν είναι καλά, τελικά η δική του ευτυχία θα επηρεαστεί αναλόγως.
Αυτή η πεποίθηση λοιπόν που κυριάρχησε τα τελευταία 40-50 χρόνια (δεν ξέρω ακριβώς πόσα χρόνια και δεν θα αναφερθώ στο πώς επικράτησε επειδή αφορά μια ολόκληρη ιστορική πραγματικότητα η οποία μπορεί να μας εμπλέξει και στην πολιτική, πράγμα που δεν θα μας βοηθήσει καθόλου) παραπλάνησε τον σύγχρονο άνθρωπο ώστε να πιστεύει ότι είναι κερδισμένος όταν επιδιώκει το ατομικό συμφέρον, καταπατώντας πολύ συχνά -όχι μόνο αγνοώντας- το συμφέρον των άλλων.
Το δεύτερο που επικράτησε, που έχει να κάνει γενικότερα με τον δυτικό πολιτισμό,
είναι ότι οι υλικές ανέσεις είναι αυτές που κυρίως χρειάζεται ο άνθρωπος για να ζήσει. Οπωσδήποτε έχουν και υλικές ανάγκες οι άνθρωποι, αλλά οι πραγματικές υλικές τους ανάγκες είναι περιορισμένες. Ο άνθρωπος για να ζήσει χρειάζεται κάτι πολύ πενιχρό. Πριν από λίγο καιρό για παράδειγμα, ήμουν στην κεντρική αγορά και με ρώτησαν από κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό έκαναν ρεπορτάζ, τι ψώνισα και αν βρίσκω την αγορά καλή σε σχέση με πέρυσι αλλά και πώς με έχει επηρεάσει η κρίση. Τους είπα «Κοιτάξτε, εγώ έχω ψωνίσει μισό κιλό καρότα, μισό κιλό σέλερι, δυο-τρεις πατάτες, και δυο κολοκυθάκια με τα οποία θα κάνω μια χορτόσουπα που θα μου εξασφαλίσει τέσσερις μερίδες. Θα είναι πολύ υγιεινό φαγητό, πολύ εύγευστο, και θα μου έχει στοιχίσει μόνο τρία ευρώ!». Ο καθένας μπορεί, λοιπόν, να ζήσει θαυμάσια χωρίς π.χ. μία φεράρι, χωρίς να έχει βίλα στα βόρεια προάστια και χωρίς να φοράει επώνυμα ρούχα, αλλά δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να καλυφθούν οι συναισθηματικές και οι πνευματικές του ανάγκες
 Το τρίτο που έχει επικρατήσει και δεν είναι λειτουργικό, είναι ότι η επιδίωξη του ανθρώπου θα πρέπει να είναι το υλικό κέρδος. Αυτό δεν το υποστηρίζουν μόνο οι καπιταλιστικές ιδεολογίες αλλά και οι σοσιαλιστικές. Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος τι μπορεί να αποκομίσει από την εργασία του; Κέρδος λένε. Χρήματα. Δεν διαφέρουν λοιπόν οι αντιλήψεις ως προς αυτό. Όλοι μας προτείνουν σαν τρόπο κάλυψης των αναγκών το κέρδος! Κανείς δε μας λέει για κάποιες άλλες σημαντικές ανάγκες του ανθρώπου. Για παράδειγμα, ένας εκπαιδευτικός τι περιμένει να πάρει για την προσφορά του στην εκπαίδευση; Κέρδος! Δεν φαίνεται να περνάει από κανενός το μυαλό ότι υπάρχει κάτι άλλο, που μπορεί να αποκομίσει ο εργαζόμενος στην εκπαίδευση αλλά και ο εργαζόμενος γενικά. Και επιμένουν όλοι «τι μπορεί να αποκομίσει από την εργασία του; Κέρδος!». Ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει μια ανάγκη πολύ σημαντικότερη από αυτό. που θα μου εξασφαλίσει τα τρία ευρώ με τα οποία μπορώ να φτιάξω μια χορτόσουπα καλύπτοντας τις πραγματικές μου ανάγκες και όχι τις πλασματικές. Γιατί αυτές οι υπερβολικές υλικές ανάγκες όταν ικανοποιηθούν είναι και καταστροφικές: π.χ. το πολυτελές φαγητό μπορεί να δώσει μια πολύ σύντομη προσωρινή απόλαυση για 10-15 λεπτά, μετά όμως θα έχει κόστος την άμεση δυσφορία και μακροχρόνια την καταστροφή της υγείας.
Αντιθέτως, μία άλλη πάρα πολύ σημαντική ανάγκη που έχει ο άνθρωπος είναι εκείνη της δημιουργίας που δεν αποτιμάται σε υλικό κέδρος. Και πιο συγκεκριμένα μπορεί να συμβεί π.χ. σε έναν εκπαιδευτικό, ο οποίος καλείται να γίνει πυγμαλίων και να συμβάλλει με δημιουργικότητα και έμπνευση για τους νεώτερους, στη διαμόρφωση προσωπικοτήτων οι οποίοι θα είναι υγιείς και θα έχουν ποιότητα ζωής. Και κάποια στιγμή ένας τέτοιος εκπαιδευτικός μπορεί να περπατά στο δρόμο και να τον σταματήσει ένας παλιός μαθητής του, να τον χαιρετήσει και να του πει «Κύριε τάδε, εσείς σαν καθηγητής μου πριν από 20 χρόνια μου είπατε δυο λόγια που σημάδεψαν τη ζωή μου και την ποιότητα της». Αυτού του είδους την ικανοποίηση έχει ανάγκη βασικά ο άνθρωπος πέραν του υλικού κέρδους.
Αυτά όλα τα έχει διαστρεβλώσει αυτό το επικρατούν ήθος
και μας οδηγεί και σαν άτομα, αλλά και σαν κοινωνία σε έναν ολέθριο δρόμο, σε μια ζωή ταλαιπωρίας, βασάνων με χαμηλή ποιότητα και καθόλου πληρότητα.
Αυτό που απαιτείται λοιπόν, είναι η αλλαγή ήθους. Και πώς θα γίνει αυτό; Δεν θα γίνει, φυσικά, με έναν τρόπο ολοκληρωτικό, δηλαδή με εξαγγελίες κάποιων μέτρων από μια κυβέρνηση η οποία θα αναλάβει να αλλάξει τα δεδομένα. Εγώ που είμαι 80 χρονών ακούω παρόμοια πράγματα από παιδάκι, που άρχισα να καταλαβαίνω, για όλα αυτά που πρέπει να «αλλάξουν» και διαρκώς τελικά βλέπουμε την ίδια μιζέρια, και ανθρώπους να λένε συνεχώς ότι «η ζωή μας είναι φρικτή!».
Η προσέγγιση λοιπόν της λύσης με κάποιον μεγαλομανιακό τρόπο είναι παιδαριώδης. Η αντίληψη ότι η αλλαγή θα έρθει με κάποια διατάγματα είναι νηπιακή. Η αλλαγή αντίθετα, γίνεται στον κάθε άνθρωπο που διαλέγει να αλλάξει το σύστημα αξιών του, και αυτόματα και άμεσα βρίσκει και πληρότητα και ποιότητα στη ζωή του. Δεν χρειάζεται να περιμένει να ενεργοποιηθούν νομοθετικά διατάγματα και νόμοι ή συντάγματα. Άμεσα κατακτάται η αλλαγή. Και δεν την κατακτά μόνο ο ίδιος για τη ζωή του αλλά την ακτινοβολεί και στο περιβάλλον του. Αυτός, είναι ο καλύτερος τρόπος να συμβάλεις στη βελτίωση της ποιότητας ζωής της κοινωνίας! Όχι με τις μεγάλες ιδέες που ακούμε να λένε όλοι αυτοί που εμφανίζονται συνέχεια στην τηλεόραση και λένε λένε λένε, όλες αυτές τις εξυπνάδες, αλλά που τελικά είναι μεγαλομανιακά λόγια.
Συμβάλλει πραγματικά στη βελτίωση της κοινωνίας βελτιώνοντας τη δική σου ποιότητα! Ένας άνθρωπος ο οποίος σκέφτεται μόνο τον εαυτούλη του, που ποδοπατεί οτιδήποτε και οποιονδήποτε για να εξασφαλίσει τάχα το ατομικό του συμφέρον καταφέρνει το εντελώς αντίθετο. Αν αντ’ αυτού δούμε γύρω μας κάποιον που έχει διαφορετικό σύστημα αξιών, αυτόματα θα μας επηρεάσει και θα μας δείξει έναν άλλο δρόμο.
Έτσι γίνονται οι αλλαγές, και όχι με μεγαλόστομους λόγους
που ακούμε διαρκώς στις τηλεοράσεις, τις εφημερίδες ή τα βιβλία.
Ρωτάει ένας προφήτης το Θεό, πόσοι δίκαιοι άνθρωποι πρέπει να υπάρχουν σε μια πόλη για να μην καταστραφεί; «10» απαντά εκείνος. Αυτοί οι δέκα συντελούν εκείνη τη μικρή μαγιά ανθρώπων που έχουν υιοθετήσει αυτή την ισορροπία μεταξύ ατομικού και κοινού συμφέροντος και μεταξύ πνευματικών και υλικών αξιών. Και δέκα τέτοιοι άνθρωποι είναι αρκετοί για να μην καταστραφεί μια κοινωνία.

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Λόγος εις τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου

Τρία σημαντικότατα γεγονότα στην ιστορία του κόσμου εορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας.
To πρώτο είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, τον οποίο εορτάζουμε σήμερα με χαρά και αγάπη, αλλά και με δέος ενώπιον του μεγαλείου του γεγο­νότος αυτού, το οποίο ονομάζεται «κεφάλαιον» (δη­λαδή αρχή) της σωτηρίας μας.
Εννέα μήνες μετά τον Ευαγγελισμό πραγματο­ποιήθηκε και το δεύτερο από τα σημαντικότερα γε­γονότα, η κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου μας Ιη­σού Χρίστου. Κορυφή και ολοκλήρωση της σωτηρί­ας μας θα είναι η ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χρί­στου μετά από ένα φρικτό θάνατο πάνω στο Σταυρό.
Όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές φορές φανερώ­θηκαν στους αγίους άγγελοι. Έξι μήνες πριν τον Ευ­αγγελισμό της Παναγίας Παρθένου Μαρίας στάλθη­κε ο αρχάγγελος Γαβριήλ στον ιερέα Ζαχαρία, ο οποίος υπηρετούσε στο ναό, για να του αναγγείλει, ότι απ' αυτόν θα γεννηθεί ο μεγαλύτερος μεταξύ των αν­θρώπων, ο Πρόδρομος του Κυρίου ο Ιωάννης. Και σήμερα ο ίδιος φέρνει το χαρμόσυνο άγγελμα στην Υπεραγία και άχραντο Παρθένο Μαρία, η οποία ζού­σε στο ταπεινό φτωχόσπιτο του ξυλουργού Ιωσήφ.
Ο διάλογος του με την Παναγία είναι τόσο άγι­ος και μεγαλειώδης που δεν τολμώ να τον περιγράψω με δικά μου λόγια αλλά πρέπει να τον επαναλά­βω με Ευαγγελικά λόγια.
Όταν μπήκε ο αρχάγγελος στο υπερώο, είπε:
«Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου· ευλο­γημένη συ εν γυναιξίν.
Η δε ιδούσα διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος, και είπεν ο άγγελος αύτη· μη φοβού, Μαριάμ- εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. και ιδού σύλληψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το άνομα αυτού Ιησούν. ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον αυτού του πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος.
Είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; και αποκριθείς ο άγ­γελος είπεν αύτη· Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι· διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού...
Είπε δε Μαριάμ· ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου. και απήλθεν απ' αυτής ο άγ­γελος» (Λκ. 1, 28-38).
Σας έχω πει πολλά τα προηγούμενα χρόνια γι' αυτόν το μοναδικό στην Ιστορία του κόσμου διάλογο. Αλλά τώρα θα σταθώ στα λόγια του Αρχαγγέλου:
«Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγι­ον κληθήσεται υιός Θεού».
Κανείς ποτέ, από τη δημιουργία του κόσμου και μέχρι τη συντέλεια του, δεν γεννήθηκε και δεν θα γεννηθεί κατά τον τρόπο, κατά τον οποίο γεννήθη­κε ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Κανείς ποτέ δε γεννήθηκε χωρίς άνδρα. Κανείς δε γεννήθηκε και δε θα γεννηθεί με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος. Σε κανέναν ποτέ δεν κατοίκησε το Άγιο Πνεύ­μα με τέτοια ολοκληρωμένη πληρότητα, με την ο­ποία εγκατοίκησε στην Παναγία Παρθένο Μαρία. Κανέναν δεν επισκίασε η δύναμη του Υψίστου και τα μητρικά σπλάγχνα καμμίας γυναίκας δεν αγίασε, με τέτοια πληρότητα και δύναμη, όπως τα σπλάγχνα της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας.
Κρατήστε βαθειά στην καρδιά σας, αυτό που σας λέω για την πλήρη ενότητα του Πνεύματος του Θε­ού και της ανθρώπινης ουσίας της Μαρίας.
Η ψυχή και το πνεύμα του άνθρωπου έχουν την αρχή τους στο Πνεύμα του Θεού. To δεύτερο κεφά­λαιο της Παλαιάς Διαθήκης λέει, ότι έπλασε ο Θε­ός τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, «χουν από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής» (Γέν. 2, 7).
Με το Πνεύμα του Θεού μόνο το πνεύμα του άν­θρωπου είναι δυνατόν να κοινωνεί, εφόσον από Ε­κείνον προέρχεται, όπως συμβαίνει και στην φύση, συγγενή δηλαδή μεταξύ τους πράγματα να έχουν πραγματική επικοινωνία.
Την δυνατότητα της αληθινής κοινωνίας με τον Θεό την διδαχθήκαμε από τον ίδιο τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, ο οποίος λέει:
«Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αύτω ποιήσομεν» (Ιω. 14, 23).
Αλλά και ο απόστολος Παύλος με κάποια έκ­πληξη ρωτάει τους χριστιανούς της Κορίνθου: «Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» (Α' Κορ. 3, 16).
Από τους βίους των αγίων γνωρίζουμε για μιά πραγματική κοινωνία με τον Θεό, που είχαν στη ζωή τους οι άγιοι του Θεού. Γνωρίζουμε ότι αυτοί υπήρξαν κατοικοιτήρια του Πνεύματος του Θεού. Αλλά ακόμα και αυτή η βαθειά κοινωνία τους με το Θεό δεν μπο­ρεί να συγκριθεί μ' εκείνη την ευλογημένη κατά­σταση, η οποία υπερβαίνει ακόμα και την κατάσταση των αγγέλων και των αρχαγγέλων, στην όποια βρέθη­κε η Υπεραγία Παρθένος Μαρία μετά την επέλευση του Αγίου Πνεύματος.
Αυτό δεν μπόρεσε, η καλύτερα, δεν ήθελε να α­ντιληφθεί ο κακότυχος εκείνος αιρετικός Νεστόριος, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η Υπεραγία Θεοτόκος γέννησε έναν κοινό άνθρωπο Ιησού Χριστό, με τον οποίο αργότερα ενώθηκε ο Θεός, γι' αυτό και την Υπεραγία Παρθένο Μαρία την ονόμαζε Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο.
Αν, έστω και ελάχιστο, δίκαιο είχε ο Νεστόριος, τότε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός θα ήταν όχι ο Υιός του Θεού και Θεάνθρωπος αλλά ένας από τους πολλούς μεγάλους αγίους, οι οποίοι ονομάζο­νται αληθινοί ναοί και μονές του Πατρός και του Υιού για την απέραντη αγάπη τους στον Θεό και την τέλεια εφαρμογή στη ζωή τους των εντολών του Χριστού. Όπως βλέπετε ο Νεστόριος δικαίως ανα­θεματίστηκε από την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο.
Σ' αυτό το σημείο θα μπορούσα να τελειώσω τον εγκωμιαστικό μου λόγο προς τιμήν της μεγάλης αυτής εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Όμως δεν θέ­λω να προσπεράσω τα λόγια εκείνα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, τα όποια μπαίνουν σε κάθε καθαρή καρδιά:
«Χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου».
Όλοι εσείς, που είστε ομόψυχοι με μένα, πέστε μου, μπορεί να υπάρχει ανώτερη και καθαρότερη χαρά από αυτή, που δίνει η αίσθηση ότι μαζί μας εί­ναι ο Κύριος! Ότι μας αγαπά, επειδή φυλάσσουμε τις εντολές Του και ότι θα έλθει μαζί με τον Άναρ­χο Πατέρα Του και θα κατοικήσει μαζί μας!
Της ανώτατης αυτής ευτυχίας και χαράς να μας αξιώσει ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός διά πρεσβειών της Υπεραγίας και Αχράντου Παρθένου Μαρίας! Αμήν.

 Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012



ΟΡΟΙ
του Αγίου Διαδόχου Επισκόπου Φωτικής
v  Όρος της πίστεως [είναι] η απαθής σκέψι περί Θεού.
v  Όρος της ελπίδος [είναι] η αναχώρησι του νοός προς εκείνα τα [αγαθά], τα οποία ελπίζονται.
v  Όρος της υπομονής, [είναι] το να υπομένει καρτερικά [κανείς] αδιάλειπτα, βλέποντας τον αόρατο ως ορατό με τους οφθαλμούς της διανοίας.
v  Όρος της αφιλαργυρίας [είναι] το να θέλη [κανείς] τόσο πολύ να μην έχη, όσο κάποιος θέλει να έχη.
v  Όρος της όντως γνώσεως, [είναι] το να αγνοή τον εαυτό του δια της από Θεού εκστάσεως.
v  Όρος της ταπεινοφροσύνης [είναι] η διαρκής λήθη, όσων [καλών κανείς] κατορθώνει.
v  Όρος της αοργησίας [είναι] η μεγάλη επιθυμία, [που έχει κάποιος] να μην οργίζεται.
v  Όρος της αγνείας [είναι] η πάντοτε σταθερά αφοσιωμένη στον Θεό αίσθησι.
v  Όρος της αγάπης [είναι] το να αυξάνη [κανείς] την εύνοιά [του] προς εκείνους που [τον υβρίζουν].
v  Όρος της τελείας αλλοιώσεως δια της εντρυφύσεως του Θεού [είναι] το να θεωρεί [κανείς] χαρά το αποτρόπαιο του θανάτου.
Άγιος Διάδοχος Φωτικής, «Όροι» στο Φιλοκαλία, τόμος Β΄, Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μπούρα, Αρκαδία 2011, σ.σ. 325-326.
Η χαρά του αναγνώστη που έχει ανά χείρας την παραπάνω έκδοση της Φιλοκαλίας είναι διπλή. Όλος ο πλούτος των πατέρων της εκκλησίας μας συμπυκνωμένος σε δέκα τόμους (μέχρι στιγμής έχουν εκδοθεί οι δύο πρώτοι), σε μια εποχή που έχει κάνει μόδα την «μεταπατερική» θεολογία και την κενότητα του λόγου. Η έκδοση περιλαμβάνει το αρχικό κείμενο και την εξαιρετική ερμηνεία των αδελφών της μονής, καθώς επίσης ένα μικρό συναξάρι του αγίου πατρός-συγγραφέα των κειμένων  και διευκρινιστικά σχόλια στο τέλος κάθε κεφαλαίου.
Ο κάθε τόμος εκτός από θησαυρός σοφίας, αποτελεί και ένα κόσμημα για τα τυπογραφικά δεδομένα. Το concept βασίζεται πάνω στην αρχική έκδοση της Φιλοκαλίας, που εκδόθηκε το 1782 στο τυπογραφείο του Αντ. Βόρτολι στη Βενετία. Οι αδελφές της μονής μιμήθηκαν σε όλα εκτός του σχήματος για ευνόητους λόγους (σχήμα αρχικής έκδοσης: 25,5 Χ 35,5 cm, σχήμα σύγχρονης έκδοσης: 17,5 Χ 25 cm) την ιστορική έκδοση της «Γαληνοτάτης». Έτσι κρατάμε στα χέρια μας έναν δερματόδετο τόμο με τέσσερα ραχιαία εξογκώματα, ένα λειτουργικότατο πλεκτό κεφαλάρι και χρυσά κλισέ εντυπωμένα σε πολυτελές πορφυρό βελούδο. Το άνοιγμα του εξωφύλλου αποκαλύπτει μια μοναδική μαρμαρόκολλα σε μπλε, πράσινες, κίτρινες και κόκκινες αποχρώσεις. Το κείμενο «στολίζεται» καλλιτεχνικά με τις αυθεντικές βινιέτες και κοσμήματα του εκδοτικού οίκου του 18ου αιώνα.
Οι θεόπνευστοι λόγοι των Αγίων Πατέρων της εκκλησίας μας σε συνδυασμό με την υψηλής αξίας φιλολογική και θεολογική επιμέλεια των τόμων από την Αγία Καθηγουμένη Θεολογία και τις συν αυτήν αδελφές, βιβλιοδετήθηκαν σε μια απαράμιλλης αισθητικής έκδοση «προς Δόξαν του Αγίου Θεού και Κοινήν των Ορθοδόξων Ωφέλειαν» όπως αναγράφεται στον κολοφώνα του κάθε τόμου.
Το μόνο που έχω να προσθέσω είναι: « Χαίρει η των Αρκάδων πατρίς και των ενθέων σου ασκησασών σεμνύνεται …»
Ο κάθε τόμος κοστίζει 110 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των εξόδων ταχυδρομείου). Τηλέφωνο για παραγγελίες: 27910 25601

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Περί εγκράτειας..κι όχι μόνο στην τροφή, αλλά και στις υπόλοιπες κινήσεις της ψυχής

1. Κάποιοι αδελφοί από τη σκήτη ξεκίνησαν να επισκεφθούν τον αββά Αντώνιο. Μπήκαν λοιπόν σ΄ένα καράβι για να πάνε και σ΄αυτό βρήκαν έναν άλλο Γέροντα, που ήθελε κι αυτός να πάει εκεί. Δεν τον γνώριζαν όμως αυτόν οι αδελφοί. Καθισμένοι λοιπόν μέσα στο καράβι ανέφεραν μεταξύ τους αποφθέγματα Πατέρων ή ρητά από τη Γραφή και από ανάμεσα για το εργόχειρό τους. Ο Γέροντας έμενε εντελώς σιωπηλός. Σαν βγήκαν στο λιμάνι, παρατήρησαν ότι και ο Γέροντας πήγαινε προς τον αββά Αντώνιο.
Κι όταν έφτασαν εκεί τους είπε ο αββάς Αντώνιος: "Καλή συνοδία βρήκατε τον Γέροντα αυτόν". Και στον Γέροντα είπε: "Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου, αββά". Και ο Γέροντας του απαντά: "Καλοί βέβαια είναι, αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα, και όποιος θέλει μπαίνει στον στάβλο και λύνει το γαϊδούρι".
Και αυτό το είπε, γιατί ό,τι ερχόταν στο στόμα τους, το έλεγαν.
8. Ο ίδιος βάδιζε κάποτε μαζί με τους μαθητές του, και ένας απ΄αυτούς βρήκε Πάνω στον δρόμο ένα μικρό αρακά χλωρό και λέει στον Γέροντα:
"Πάτερ, μου επιτρέπεις να το πάρω αυτό;"
Τον κοίταξε με απορία ο Γέροντας και του λέει: "Εσύ το έβαλες εκεί;"
"Όχι" απαντά ο αδελφός.
"Και πώς λοιπόν θέλεις να πάρεις -του λέει ο Γέροντας- αυτό που δεν το έβαλες εσύ;"
21. Έλεγαν για τον αββά Ελλάδιο ότι έτρωγε ψωμί και αλάτι. Όταν έφτανε το Πάσχα έλεγε στον εαυτό του: "Οι αδελφοί τρώνε ψωμί και αλάτι. Εγώ όμως οφείλω να κάνω λίγο κόπο για το Πάσχα και επειδή τις άλλες μέρες τρώγω καθιστός, τώρα που είναι Πάσχα θα κάνω τον κόπο να τρώγω όρθιος".
22. Έλεγαν για τον αββά Ελλάδιο ότι έμεινε είκοσι χρόνια στα Κελλία και δεν σήκωσε ποτέ τα μάτια του να δει τη στέγη της εκκλησίας.
23. Έλεγαν για τον αββά Ζήνωνα ότι βαδίζοντας κάποτε στην Παλαιστίνη κουράστηκε και έκατσε να φάει κοντά σ΄έναν κήπο με αγγουριές.
Και του λέει ο λογισμός του: "Πάρε ένα αγγουράκι και φάγε, δεν είναι τίποτε αυτό".
Κι αυτός απάντησε στον λογισμό του: "Οι κλέφτες πάνε στην κόλαση".
Σηκώθηκε λοιπόν και στάθηκε μέσα στον καύσωνα πέντε μέρες. Και αφού τσιγαρίσθηκε, είπε: "Δεν μπορώ να αντέξω την κόλαση".
Λέγει τότε στον λογισμό του: "Αν δεν μπορείς, μην κλέβεις για να τρως".
24. Είπε ο αββάς Ησαϊας: "Τη σιωπή να την αγαπάς περισσότερο από το λόγο. Γιατί η σιωπή φέρνει θησαυρό, ενώ η ομιλία τον διασκορπίζει".
28. Είπε ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός: "Εάν ένας βασιλιάς θελήσει να καταλάβει μια εχθρική πόλη, πρώτα δεσμεύει το νερό και την τροφή. Και έτσι οι εχθροί κινδυνεύοντας να πεθάνουν από την πείνα υποτάσσονται σ΄αυτόν. Το ίδιο ισχύει και για τα σαρκικά πάθη. Εάν ο άνθρωπος ζήσει με νηστεία και πείνα, οι εχθροί που είναι στην ψυχή του χάνουν τη δύναμή τους".
32. Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης: "Γιατί οι δαίμονες σε φοβούνται τόσο πολύ;"
Και του απαντά ο Γέροντας: "Από την ώρα που έγινα μοναχός προσπαθώ να μην επιτρέπω την οργή να ανέβη στο στόμα μου".
37. Κάποιος από τους Γέροντες πήγε στον συνασκητή του για να πάν να επισκεφθούν τον αββά Ιωσήφ.
Του λέει λοιπόν: "Πές στον μαθητή σου να μας στρώσει το γαϊδουράκι".
Και του αποκρίνεται εκείνος: "Φώναξέ τον και ό,τι θέλεις θα στο κάνει".
Τον ρωτά "πώς ονομάζεται" και απαντά ο άλλος "δεν γνωρίζω".
Πόσον καιρό είναι μαζί σου -λέει ο Γέροντας- και δεν ξέρεις το όνομά του;" "Δύο χρόνια" του απαντά.
"Αν εσύ δύο χρόνια δεν γνωρίζεις το όνομα του θαμητή σου -λέει ο επισκέπτης Γέροντας- εγώ τι χρειάζεται να το μάθω σε μια μέρα;"
44. Είπε ο αββάς Μακάριος: "Εάν επιπλήττοντας κάποιον, αισθανθείς μέσα σου να κινείται οργή, ικανοποιείς δικό σου πάθος.
Και δεν σε υποχρεώνει κανείς να χάσεις τον εαυτό σου, για να σώσεις άλλους".
45. Προσφέρηκαν κάποτε στον αββά Μακάριο σταφύλια που επιθυμούσε να τα φάει. Από εγκράτεια όμως τα έστειλε σε έναν αδελφό άρρωστο πού κι αυτός είχε την επιθυμία να φάει σταφύλια. Αυτός τα πήρε, έδειξε μάλιστα πάρα πολύ χαρύμενος, γιατί ήθελε να κρύψει την εγκράτειά του, και κατόπιν τα έστειλε σε άλλον αδελφό με τη δικαιολογία ότι δεν έχει όρεξη για οτιδήποτε φαγώσιμο. Τα πήρε κι εκείνος και έκανε το ίδιο, αν και είχε μεγάλη επιθυμία να τα γευθεί. Καθώς λοιπόν σε πολλούς αδελφούς πήγαν τα σταφύλια και κανείς δεν θέλησε να τα φάει, ο τελευταίος επίσης αδελφός δεν τα έφαγε και τα έστειλε στον αββά Μακάριο πιστεύοντας ότι του προσφέρει σπουδαίο δώρο. Ο Μακάριος όμως τα αναγνώρισε και αφού ερεύνησε τι ακριβώς συνέβη, θαύμασε και εχυαρίστησε το Θεό για την τόσο μεγάλη εγκράτεια των αδελφών.
54. Είπε πάλι:
"Εάν ο άνθρωπος θα θυμάται το ρητό της Γραφής ότι τα λόγια σου θα σε δικαιώσουν και τα λόγια σου θα σε καταδικάσουν, θα προτιμάει μάλλον να σιωπά".
55. Είπε ακόμη ο Γέροντας ότι ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ εάν είναι καλό να επαινούμε τον πλησίον.
Και του απάντησε: "Καλύτερη είναι η σιωπή".
84. Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Τιθόη:
"Πώς να περιφρουρήσω την καρδιά μου;"
Κι ο Γέροντας του λέει: "Πώς να φυλάξουμε την καρδιά μας, όταν είναι ανοικτές η γλώσσα μας και η κοιλιά μας;"
87. Είπε πάλι: "Εκείνος που δεν κυριαρχεί στη γλώσσα του σε ώρα οργής, αυτός ούτε στα πάθη του θα κυριαρχήσει ποτέ".
88. Είπε ακόμη: "Προτιμότερο είναι να τρώει κανείς κρέας και να πίνει κρασί, παρά να τρώει τις σάρκες των αδελφών του με την καταλαλιά".
104. Βγήκε έξω κάποια φορά ο Γέροντας τη νύκτα και με βρήκε να κοιμάμαι στην αυλή του κελιού.
Και άρχισε ο Γέροντας να με θρηνεί και έλεγε κλαίοντας:
"Άραγε πού βρίσκεται ο λογισμός του και κοιμάται τόσο αμέριμνα;"
106. Κάποιος από τους Γέροντες επισκέφθηκε άλλον Γέροντα, ο οποίος είπε στον μαθητή του:
"Κάνε μας λίγη φακή". Και έκανε. "Μούσκεψε και ψωμί" και μούσκεψε.
Και παρέμειναν μιλώντας για πνευματικά θέματα ως την έκτη ώρα της άλλης μέρας. Και λέει στον μαθητή του πάλι:
"Κάνε μας λίγη φακή, παιδί μου". Και του απαντά ο μαθητής: "Από χθές την έκανα". Και τότε σηκώθηκαν και έφαγαν.
108. Αρρώστησε κάποιος από τους Γέροντες και επειδή δεν μπορούσε να δεχθεί τροφή, τον παρακαλούσε πολλές μέρες ο μαθητής του να του κάνει λίγο κουρκούτι από σιμιγδάλι. Πράγματι πήγε, το έκανε και του το έφερε να φάει. Αλλά υπήρχε εκεί κρεμασμένο ένα αγγείο με λίγο μέλι μέσα και ένα άλλο με λίγο λάδι από λινόσπορο, μύριζε μάλιστα αυτό, γιατί ήταν από πολύ καιρό και προοριζόταν για το λυχνάρι. Και ο αδελφός κατά λάθος έβαλε στο φαγητό του Γέροντα απ΄αυτό αντί για μέλι.
Ο Γέροντας όταν το δοκίμασε, δεν έβγαλε μιλιά αλλά έφαγε σιωπηλός. Ο αδελφός επέμεινε να πάρει και δεύτερη φορά και ο Γέροντας βιάζοντας τον εαυτό του έφαγε.
Του δίνει και τρίτη φορά, αλλά δεν θέλησε να φάγει λέγοντας: "Αλήθεια, παιδί μου, δεν μπορώ".
Κι ο αδελφός για να του κάνει τη διάθεση, του λέει: "Ωραίο είναι, αββά μου, να, κι εγώ θα φάω μαζί σου".
Μόλις όμως το δοκίμασε και αντιλήφθηκε τι έκανε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη λέγοντας:
"Αλίμονό μου, αββά, σε σκότωσα, και σύ μου φόρτωσες την αμαρτία που δεν μίλησες".
Κι ο Γέροντας του λέει: "Παιδί μου, μη θλίβεσαι, εάν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, μέλι θα είχες βάλει".
Από το Γεροντικό. 

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Προσευχές


ΑΜΑ ΤΗ ΕΓΕΡΣΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

Βασιλεύ άναρχε, ο ών προ πάντων των αιώνων, Πλαστουργέ μου, ο εκ του μή όντος εις την ζωήν ταύτην παραγαγών τα σύμπαντα, Ευλόγησον την ημέραν ταύτην, ήν έδωκας μοι δια την ανεξιχνίαστον Σου αγαθότητα, και τη δυνάμει της ευλογίας Σου ικάνωσον με επιτελέσαι παν έργον και πάντα λόγον εν τη αρχομένη υπ’ εμού ημέρα ταύτη, δια Σε, προς δόξαν Σου, εν τω φόβω Σου, κατά το θέλημα Σου, εν πνεύματι σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής, αγάπης, πραότητος, ειρήνης, ανδρείας, σοφίας, εν προσευχή και επιγνώσει της πανταχού Σου παρουσίας.
Ναι, Κύριε, κατά το άμετρον Σου έλεος, οδήγησον με δια του Αγίου Σου Πνεύματος εις παν έργον και πάντα λόγον αγαθόν, και δος μοι διελθείν απροσκόπτως ενώπιον Σου την οδόν της ζωής μου και κατά την δικαιοσύνην Σου, ήν εφανέρωσας ημίν, ίνα μη προστεθή μοι ουδεμία ανομία.
Κύριε, ο Μέγας εν ελέει, φείσαι μου του απολλυμένου εις το κακόν, και μη αποκρύψης το πρόσωπον Σου απ’ εμού. Και όταν η διεφθαρμένη μου θέλησις οδηγήση με προς άλλας οδούς, και τότε, ο Σωτήρ μου, μη εγκαταλίπης με, αλλά βιαίως επανάγαγε με εις την αγίαν Σου οδόν.
Ότι Συ, καρδιογνώστα αγαθέ, γινώσκεις πάσαν την πενίαν και την αφροσύνην μου, την τυφλότητα και την αχρειότητα μου, αλλά και αι θλίψεις της καρδίας μου και οι στεναγμοί της ψυχής μου ενώπιον Σου εισί. Διό και δέομαι Σου: Εισάκουσον μου εν τη θλίψει μου και έμπλησον με άνωθεν της δυνάμεως Σου· ανάστησον με τον παραλελυμένον τη αμαρτία, ελευθέρωσον με τον δουλωθέντα τοις πάθεσιν, ίασαι με από παντός τραύματος εν εμοί κεκρυμμένου· καθάρισον με από πάσης κηλίδος σαρκός και πνεύματος, συγκράτησον με από πάσης εσωτερικής και εξωτερικής κινήσεως μη ευαρέστου ενώπιον Σου αλλά και επιβλαβούς δια τον πλησίον μου.
Δέομαι Σου: Νομοθέτησον με εν τοις τρίβοις των εντολών Σου και μέχρις εσχάτης μου αναπνοής μή επιτρέψης παρεκκλίναι του φωτός των προσταγμάτων Σου, έως αν αποβώσι ταύτα ο μόνος νόμος όλης της υπάρξεως μου, προσκαίρου τε και αιωνίου.
Ο Θεός, ο Θεός μου, περί πολλών και μεγάλων δέομαι Σου εγώ, Συ δε μή παρίδης με μηδέ απορρίψης με από του Προσώπου Σου δια την θρασύτητα μου και την παρρησίαν μου, αλλά τη δυνάμει της αγάπης Σου οδήγησον με κατά τα διαβήματα Σου· δος μοι αγαπάν Σε ως Συ ενετείλω ημίν, εξ όλης της καρδίας μου, εξ όλης της διανοίας μου, εξ όλης της ισχύος μου, δι’ όλου του είναι μου.
Ότι Συ εί Μόνος Σκεπαστής Άγιος και Παντοδύναμος Υπερασπιστής της ζωής μου, και Σοι προσφέρω την δοξολογίαν και την προσευχήν μου. Αμήν.
Χάρισαι μοι, Κύριε, του γνώναι την αλήθειαν Σου προ του απελθείν με εκ της ζωής ταύτης. Παράτεινον τας ημέρας μου, έως αν προσφέρω Σοι μετάνοιαν αληθινήν. Μή αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου, και όταν ευδοκήσης θείναι πέρας τη ζωή μου, προγνώρισον μοι τον θάνατον μου, ίνα η ψυχή μου ετοιμασθή προς συνάντησιν Σου.
Εν εκείνη τη ημέρα, τη μεγάλη και ιερά δι’ εμέ, γενού μετ’ εμού Κύριε, και απόδος μοι την αγαλλίασιν του Σωτηρίου Σου. Καθάρισον με από παντός αμαρτήματος φανερού ή κρυφίου, από πάσης ανομίας κεκρυμμένης εν εμοί, και αξίωσον με προσφέρειν Σοι καλήν απολογίαν ενώπιον του φοβερού Βήματος Σου. Αμήν.

 

ΕΥΧΑΙ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ

Ο Θεός ο Παντοκράτωρ και Πατήρ ημών, η Πηγή του χρόνου και της αιωνιότητος, ο τη Ση δυνάμει θέμενος πέρας τη ζωή ημών επί της γης, και δια του Μονογενούς Σου Υιού διδούς ημίν ζωήν αθάνατον και βασιλείαν αδιάσειστον δια της Αναστάσεως, μνήσθητι του δούλου Σου … του επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου κεκοιμημένου, δεόμεθα Σου, επάκουσον και ελέησον.
Πάτερ Άγιε, Πάτερ Αγαθέ, ως δια του παραπτώματος του ενός ανθρώπου, του προπάτορος ημών εισήλθεν εις τον κόσμον η αμαρτία και δια της αμαρτίας ο θάνατος, ούτω και νυν, δεόμεθα Σου, όπως δια της δικαιοσύνης του παντελείου Υιού Σου γενώμεθα κληρονόμοι της αιωνίου Ζωής. Και νυν ανάπαυσον, Δέσποτα, την ψυχήν του δούλου Σου … και φύλαξον αυτήν εις την παρά Σοι μακαρίαν ζωήν, δεόμεθα Σου, επάκουσον και ελέησον.
Κύριε ο Θεός, ο Πατήρ ο Παντοκράτωρ, εν τω ονόματι του ηγαπημένου Υιού Σου, της ελπίδος ημών, Ός έδωκεν Εαυτόν αντάλλαγμα τω θανάτω, εν ώ κατειχόμεθα και έως του νυν διάγομεν πεπραμένοι υπό την αμαρτίαν, δεόμεθα Σου, λύσον τον βαρύν κλοιόν του θανάτου και ποίησον ημάς υιούς Αναστάσεως· πρόσδεξαι ημάς εις την κατάπαυσιν Σου, όπου πάντες οι Άγιοι Σου αναπαύονται, και ανάπαυσον την ψυχήν του δούλου Σου … δεόμεθα Σου, επάκουσον και ελέησον.
 Κύριε Ιησού Χριστέ, ο αιώνιος Θεός, ο φέρων τα πάντα τω ρήματι της δυνάμεως Σου, Ός ουχ αρπαγμόν ηγήσω το είναι ίσα Θεώ, αλλ’ εαυτόν κενώσας μορφήν δούλου λαβών, σταυρωθείς και καταβάς εις τον Άδην, ήνοιξας οδόν αναστάσεως πάση σαρκί τεθανατωμένη υπό της αμαρτίας και εν δουλεία φθοράς κατακειμένη, ανάπαυσον την ψυχήν του δούλου Σου … ός έθετο εν Σοι την ελπίδα αυτού, τω Ποιητή και Πλάστη και Θεώ ημών, δεόμεθα Σου, επάκουσον και ελέησον.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΕΡΙ ΕΝΟΤΗΤΟΣ

Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, ο τη Ση αναβάσει επί τον Γολγοθάν εξαγοράσας ημάς εκ της κατάρας του Νόμου και αποκαταστήσας την πεπτωκυΐαν εικόνα Σου, ο εκτείνας επί του Σταυρού τας αχράντους χείρας Σου, ίνα τα εσκορπισμένα τέκνα του Θεού επισυναγάγης εις έν, και καλέσας τη επιφοιτήσει του Παναγίου Πνεύματος εις ενότητα πάντας, Συ, ο Ών του Πατρός το απαύγασμα, προ της εξόδου Σου επί την μεγάλην ταύτην και κοσμοσωτήριον ιερουργίαν εδεήθης του Πατρός Σου, ίνα πάντες έν ώμεν, καθώς Συ είς εί μετά του Πατρός και του Πνεύματος του Αγίου.
Παράσχου τοίνυν ημίν χάριν και σοφίαν του εκπληρούν την εντολήν ταύτην καθ’ εκάστην, και ενίσχυσον ημάς εις τον αγώνα της αγάπης εκείνης, ήν Συ ενετείλω ημίν, ειπών:
«Αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς».
Δώρησαι ημίν δια του Αγίου Σου Πνεύματος την δύναμιν του ταπεινούν εαυτούς ο είς ενώπιον του ετέρου, εν τω κατανοείν ότι, εάν τις πλείον αγαπά, πλείον και ταπεινούται. Δίδαξον ημάς εύχεσθαι ο είς υπέρ του άλλου, αλλήλων τα βάρη βαστάζειν εν υπομονή, και ένωσον ημάς τω συνδέσμω της ακαταλύτου αγάπης εν τω Ονόματι Σου τω Αγίω, χαριζόμενος ημίν ωσαύτως του οράν εν εκάστω αδελφώ και εκάστη αδελφή ημών την εικόνα της αρρήτου δόξης Σου και μη επιλανθάνεσθαι ότι:
Ο αδελφός ημών η ζωή ημών εστι.
Ναι, Κύριε, ο τη Ση ευδοκία επισυναγαγών ημάς επί το αυτό, ποίησον ημάς γενέσθαι εν αληθεία μίαν οικογένειαν, ζώσαν εν μιά καρδία, μιά θελήσει, μιά αγάπη, ως είς άνθρωπος, κατά την περί του προπάτορος Αδάμ προαιώνιον βουλήν Σου. Επισκίασον τον οίκον ημών τω του φόβου Σου πνεύματι και σκέπασον αυτόν τη σκέπη της Παναχράντου Σου Μητρός και πάντων των Αγίων Σου, ευλογών και υπερασπιζόμενος ένα έκαστον των ενθάδε διαμενόντων (ονόματα), διαφυλάττων ημάς εκ φθοροποιών λογισμών, αναρμόστων λόγων ή κινήσεων καρδίας, επιβλαπτόντων την ειρήνην και την ομόνοιαν, όπως οικοδομηθή ο οίκος ούτος επί την πέτραν των ευαγγελικών Σου εντολών εις τόπον προσευχής, αγιασμού και σωτηρίας, δι’ ημάς αυτούς και δια πάντας τους επισκεπτομένους ημάς, τους κοπιώντας και πεφορτισμένους αδελφούς και αδελφάς ημών, ίνα πάντες εύρωμεν ανάπαυσιν εν Σοι, τω πράω και ταπεινώ Βασιλεί ημών, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 
Γέροντα Σωφρονίου Έσσεξ
Από το βιβλίο: Περί προσευχής

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1296 καὶ σπούδασε φιλοσοφία, κυρίως ἀριστοτελική, σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὅταν ἔδινε δεκαεξαετιὴς τὶς ἐξετάσεις του εἰς τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ μεγάλος λόγιος ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης ἐνθουσιασμένος νὰ τοῦ πεῖ: «Παιδί μου, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφραστεῖ κατὰ καλύτερο τρόπο». Θεολογία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐσπούδασε εἰς τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δὲν ἦταν κάποιο ἵδρυμα κρατικό, διότι ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ εἶναι τὸ μοναστήρι, εἶναι τὸ (κοινοβιακό) μοναστήρι. Μέσα στὸ μοναστήρι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔγινε Θεολόγος. Μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή. Εἰς τὸ Παπίκιον Ὄρος, μεταξὺ Μακεδονίας καὶ Θράκης, στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ στὴν Βέροια, μὲ τὴ αὐστηροτάτη ἄσκησή του. Πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος ἦταν ἀπομονωμένος εἰς τήν ἀναχωρητικὴ ἄσκηση, τὴν βαρειὰ ἄσκησή του, καὶ δύο ἡμέρες κατέβαινε γιὰ νὰ συζητήσει μὲ τὸ μοναστικὸ σῶμα τὰ προβλήματα, νὰ μετάσχει δηλαδὴ στὴν κοινωνικὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωὴ τῶν συμμοναστῶν του. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀναδείχθηκε σὲ μέγα Θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας, διότι εἶχε τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις. Ἦταν ὁ Θεολόγος τῆς ἀσκήσεως, τῆς μετανοίας, καὶ ὄχι ὁ Θεολόγος τῶν πτυχίων καὶ τῶν πανεπιστημιακῶν τίτλων. Ἐπιτρέψτε μου νὰ τὸ πῶ. Μὲ ἀξίωσε ὁ Θεός, τὸ λέγω γιατὶ τώρα βρίσκομαι στὸ τελευταῖο στάδιο τῆς ζωῆς μου, δὲν ξέρω πόσο ὁ Θεὸς θὰ μ’ ἀφήσει στὸν κόσμο, ἀγγίζω τὰ ἑβδομήντα. Λέγω συνήθως, ὅσα πτυχία καὶ νὰ ἔχουμε δὲν μᾶς καταξιώνουν ὡς Θεολόγους. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔχω πέντε πανεπιστημιακὰ διπλώματα, τρία πτυχία καὶ δύο «Ντοκτορά», διδακτορικοὺς τίτλους, διδακτορικὸ Θεολογίας καὶ Φιλοσοφίας Ἱστορίας, αὐτὰ σὲ ξένο Πανεπιστήμιο. Γιατὶ τὰ εἶπα αὐτά; Γιὰ νὰ ἐπαναλάβω αὐτὸ ποὺ ἀρέσκομαι νὰ λέγω συνήθως, ὅτι ὅλα αὐτά, οἱ τίτλοι καὶ τὰ πτυχία εἶναι μηδὲν καὶ κάτω τοῦ μηδενός, μηδὲν καὶ κάτω τοῦ μηδενός, ἕνα τίποτα. Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο χρειάζομαι καὶ μάλιστα ὡς Κληρικός, εἶναι μιὰ ἀχτίδα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Λίγη Χάρη Θεοῦ χρειάζομαι, γιὰ νὰ ἀνταποκριθῶ εἰς τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ διακονήματος καὶ λειτουργήματὸς μου, καὶ σ’ αὐτὸ πιστεύω ὅτι θὰ συμφωνοῦν ὅλοι οἱ σεβαστοὶ συνάδελφοι ἐν Χριστῷ, ποὺ εἶναι στὸ Ἅγιον Βῆμα. Ἔγινε, λοιπόν, μ’ αὐτὴν τὴν Θεολογία συνεχιστὴς τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὡς Θεολόγος κατεξοχὴν τῆς παραδόσεως. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐντάχθηκε σὲ μιὰ σκυταλοδρομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀρχίζει μὲ τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρες, μὲ πρῶτον τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, συνεχίζεται μὲ τὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο, μὲ τὸν Ἅγιο Κυπριανό, φθάνει στὸ Μέγα Ἀθανάσιο, τοὺς Καππαδόκες Πατέρες, τοὺς Κυρίλλους, τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Ἀλεξανδρείας, καὶ συνεχίζεται αὐτὴ ἡ σκυταλοδρομία μὲ τὸν Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸν Μέγα Φώτιο τὸν 9ο αἰῶνα, γιὰ νὰ κορυφωθεῖ τὸν 14ο αἰῶνα στὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ ἐν συνεχείᾳ στοὺς ἁγίους Κολλυβάδες Πατέρες, τοὺς ἡσυχαστὲς τοῦ 18ου αἰώνα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, Φώτιος, Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ Μάρκος Εὐγενικὸς εἶναι στὴν εὐθεία γραμμὴ τῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία προέβαλε τοὺς ἁγίους Πατέρες, τὴν σκέψη τους καὶ τὴν βιοτή τους ἀπέναντι στὴν ἀλλοτριωμένη καὶ διεστραμμένη Δυτικὴ Χριστιανοσύνη. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁ Θεὸς τὸ ἐπέτρεψε, γιὰ νὰ τὸν δυναμώσει περισσότερο ἔγινε καὶ ὁμολογητὴς τῆς πίστεως. Κατηγορήθηκε ὡς καινοτόμος καὶ μάλιστα ὡς αἱρετικός. Αὐτὴ ἤτανε ἡ κρίση τοῦ 14ου αἰῶνος. Μετὰ τὴν Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (691/2) ἔχουμε τέτοια παραδείγματα μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 7ου αἰῶνος καὶ ἑξῆς. Οἱ Ἅγιοι νὰ θεωροῦνται ὡς καινοτόμοι, οἱ Ἅγιοι νὰ θεωροῦνται ὡς αἱρετικοί, διότι δὲν συμφωνοῦσαν μὲ μιὰ πολιτικὴ Θεολογία, ἡ ὁποία εἶχε διαδοθεῖ, μὲ Ἱεράρχες καὶ Θεολόγους, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νὰ τὰ ἔχουν καλὰ μὲ τὴν ἐξουσία, γιὰ νὰ καρποῦνται ὀφέλη γήινα καὶ προσωρινά. Τὸ 1343 ἐφυλακίσθη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴ φυλακὴ τῶν ἀνακτόρων καὶ τὸ 1344 καταδικάσθηκε σὲ ἀκοινωνησία! Σύνοδοι εἴχαν καταδικάσει παλαιότερα τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, (σκεφτεῖτε τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο!) δύο φορὲς σὲ ἐξορία, ὥστε νὰ πεθάνει στὴν ἐξορία. Ἀνάλογες Σύνοδοι κατεδίκασαν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, γιατὶ δὲν ἦταν πρόθυμος νὰ ὑπηρετήσει τὰ συμφέροντα τῶν ἰσχυρῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου καὶ τῆς πολιτείας. Δὲν εἶναι σπάνιο τὸ φαινόμενο, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, Σύνοδοι ποὺ θεωροῦνται Ὀρθόδοξοι, νὰ ἀθωώνουν τοὺς ἐνόχους καὶ νὰ καταδικάζουν τοὺς Ἁγίους. Αὐτὸ τὸ φαινόμενο, ποὺ σημαίνει διαστροφὴ τῆς Παραδόσεως ἐκ μέρους των, ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν ἐκκοσμίκευση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου, θὰ συνεχίζεται ὅσο ὑπάρχει ἡ ἁμαρτία, καὶ φοβερὰ ἀποστασία, μέσα στὸ ράσο. Ἔτσι, λοιπόν, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε παρενθετικά νὰ προσθέσω κάτι: Συνήθως λέγουν κάποιοι, καὶ δὲν εἶναι ἄστοχο τὸ ἐρώτημα, γιατὶ δὲν συμμετέχουν καὶ οἱ λαϊκοί, μέλη καὶ αὐτοὶ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τάς Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τὰ ἔχουν διατάξει κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε δὲν χρειάζεται οὔτε ἐμεῖς οἱ πρεσβύτεροι, οὔτε οἱ λαϊκοὶ νὰ συμμετέχουμε στὶς Συνόδους. Διότι τότε θὰ ἀρχίσει τὸ ἐρώτημα: γιατὶ αὐτὸς καὶ ὄχι ἐγώ! Ὁ Ἐπίσκοπος μετέχει στὴ Σύνοδο, μεταφέροντας σ’ αὐτὴν αὐτούσια τὴ γνώμη τοῦ ποιμνίου του. Ὅταν, λοιπόν, κάθε Ἐπίσκοπος μέσα στὴ Σύνοδο ἐκφράζει τὴν γνώμη τῆς τοπικῆς του ἐκκλησίας, τότε συμμετέχει σ’ αὐτήν, ἔμμεσα, καὶ τὸ πλήρωμά της. Φτάσαμε ὅμως σὲ καταστάσεις, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ποὺ ἄλλη εἶναι ἡ γνώμη τοῦ λαοῦ, ἄλλη εἶναι ἡ γνώμη τῶν πρεσβυτέρων, τοῦ κλήρου τοῦ εὐρυτέρου, ἄλλη εἶναι ἡ γνώμη τῶν Ἐπισκόπων καὶ τελικὰ ἄλλα ἀποφασίζουν οἱ Σύνοδοι. Αὐτὴ εἶναι ἡ κακοτυχία, ἡ ὁποία μᾶς δέρνει. Καὶ θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ ταπεινὰ νὰ ὑποβάλω γονυπετής, τὴν παράκλησή μου στὴν Ἱερὰ Σύνοδο. Ἄς πνεύσει καὶ σ’ αὐτὴν ἕνας ἀέρας Πατερικός.
Ἄς γίνει καὶ στὴ Σύνοδό μας μία ἀναγέννηση, Πατερικὴ ὅμως καὶ Ἀποστολικὴ καὶ Προφητική. Κι ἄς ἀκούει τὴ φωνὴ τοῦ ποιμνίου ἡ Σύνοδος, διότι θὰ ἔλθει ἐποχή, ὅπου οἱ ἀταξίες ποὺ συμβαίνουν στὸ πεζοδρόμιο καθημερινά, θὰ εἰσέλθουν καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μόλις ὁλοκληρωθεῖ ὁ σχεδιαζόμενος χωρισμὸς ἘκκλησίαςΠολιτείας, μὲ τὴν πλέον ἀρνητικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, τότε θὰ καταντήσουμε χειρότερα ἀπὸ τοὺς Παλαιοημερολογίτες. Καὶ ἄν δὲν θελήσουμε μὲ πρώτους τοὺς Ἐπισκόπους μας, τοὺς ὁποίους σέβομαι ἀπόλυτα, ἐάν δὲν θελήσουμε νὰ σωφρονισθοῦμε καὶ νὰ μὴν προκαλοῦμε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ φθάσουμε σὲ φοβερὲς καταστάσεις στὸ χῶρο τὸν ἐκκλησιαστικό. Δὲν εἶμαι προφήτης, ἀλλὰ ὁ Θεὸς μοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὴν ἐπιστήμη τῆς Ἱστορίας. Ὁ ἱστορικὸς ἐργάζεται πάνω σὲ νομοτέλειες. Ὄχι λοιπὸν μὲ τὴν διαίσθηση Προφήτου, διότι εἶμαι ἀκάθαρτος καὶ ἀσήμαντος, ἀλλὰ μὲ τὴν διαίσθηση ποὺ μοῦ δίνει ὁ χῶρος τῆς Ἱστορίας, προβλέπω ὅτι ἐκεῖ θὰ καταλήξουμε. Κλείνω τὴν παρένθεση. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀπελευθερώθηκε τὸ 1343 καὶ ἀπὸ τὸ 1347 μέχρι τὸ 1359, μέχρι τὴν κοίμησή του, διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσ/κης. Τὸ 1368, ὅπως εἶπα, ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία ἐπεμβαίνει γιὰ νὰ διακηρύξει, ὄχι νὰ ἁγιοποιήσει, αὐτὰ εἶναι φράγκικα, δὲν ἔχουμε ἁγιοποίηση ἀλλὰ ἐπεμβαίνει ἡ Σύνοδος νὰ διακηρύξει τὴν ἁγιότητὰ του, τὴν ὑπάρχουσα καὶ ἀποδεικνυομένη, ὄχι ἀπὸ τὰ βιβλία του, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ θαύματα. 
                                                                       π. Γεώργιος Μεταλληνός

Τί πρέπει νὰ κάνουμε, ὅταν εἴμαστε πληγωμένοι

Ὅταν βρίσκεσαι πληγωμένος, ἐπειδὴ ἔπεσες σὲ κάποιο ἁμάρτημα λόγῳ ἀδυναμίας σου ἢ καμιὰ φορὰ μὲ τὴν θέλησί σου γιὰ κακό σου, μὴ δειλιάσης· οὔτε νὰ ταραχθῇς γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐπιστρέψης ἀμέσως στὸ Θεό, μίλησε ἔτσι· «Βλέπε, Κύριέ μου· ἔκανα τέτοια πράγματα σὰν τέτοιος ποὺ εἶμαι· οὔτε ἦταν δυνατὸ νὰ περίμενες καὶ τίποτα ἄλλο ἀπὸ ἐμένα τὸν τόσο κακοπροαίρετο καὶ ἀδύνατο, παρὰ ξεπεσμὸ καὶ γκρέμισμα».
Καὶ ἐδῶ, ξευτελίσου στὰ μάτια σου ἀρκετὴ ὥρα καὶ λυπήσου μὲ πόνο καρδιᾶς γιὰ τὴν λύπη ποὺ προξένησες στὸν Θεὸ καὶ χωρὶς νὰ συγχυσθῇς, ἀγανάκτησε κατὰ τῶν αἰσχρῶν σου παθῶν, ἰδιαιτέρως δὲ καὶ μάλιστα, ἐναντίον ἐκείνου τοῦ πάθους ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ πέσῃς· ἔπειτα πὲς πάλι· «Οὔτε μέχρι ἐδῶ θὰ στεκόμουνα, Κύριέ μου, καὶ θὰ ἁμάρτανᾳ χειρότερα, ἐὰν ἐσὺ δὲν μὲ κρατοῦσες μὲ τὴν πολὺ μεγάλη σου ἀγαθότητα».
Καὶ εὐχαρίστησέ τον καὶ ἀγάπησέ τον περισσότερο παρὰ ποτὲ θαυμάζοντας τὴν τόση μεγάλη εὐσπλαγχνία του, ὅτι καὶ παρόλο ποὺ λυπήθηκε ἀπὸ σένα, πάλι σοῦ δίνει τὸ δεξί του χέρι καὶ σὲ βοηθάει, γιὰ νὰ μὴ ξαναπέσῃς στὴν ἁμαρτία· τελευταία πὲς μὲ μεγάλο θάρρος στὴ μεγάλη εὐσπλαγχνία του· «Ἐσύ, Κύριέ μου, κάνε σὰν ἐκεῖνος ποὺ εἶσαι καὶ συγχώρεσέ με καὶ μὴν ἐπιτρέψης στὸ ἑξῆς νὰ ζῶ χωρισμένος ἀπὸ σένα, οὔτε νὰ ἀπομακρυνθῶ ποτέ, οὔτε νὰ σὲ λυπήσω πλέον».
Καὶ κάνοντας ἔτσι, μὴ σκεφθῇς ἂν σὲ συγχώρεσε, διότι αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ὑπερηφάνεια, ἐνόχλησις τοῦ νοῦ, χάσιμο τοῦ καιροῦ καὶ ἀπάτη τοῦ διαβόλου, χρωματισμένη μὲ διαφόρες καλὲς προφάσεις. Γι᾿ αὐτό, ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό σου ἐλεύθερα στὰ ἐλεήμονα χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀκολούθησε τὴν ἄσκησί σου, σὰν νὰ μὴν εἶχες πέσει. Καὶ ἂν συμβῇ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας σου νὰ ἁμαρτήσῃς πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα  καὶ νὰ μείνης πληγωμένος, κάνε αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα ὅλες τὶς φορές, ὄχι μὲ μικρότερη ἐλπίδα στὸ Θεό. Καὶ κατηγορώντας περισσότερο τὸν ἑαυτό σου καὶ μισώντας τὴν ἁμαρτία περισσότερο, ἀγωνίσου νὰ ζῇς μὲ περισσότερη προφύλαξι.
Αὐτὴ ἡ ἐκγύνασις δὲν ἀρέσει στὸ διάβολο· γιατὶ βλέπει πὼς ἀρέσει πολὺ στὸ Θεό, ἐπειδὴ καὶ μένει ντροπιασμένος ὁ ἀντίπαλος, βλέποντας ὅτι νικήθηκε ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ αὐτὸς εἶχε πρὶν νικήσει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ διαφορετικοὺς ἀπατηλοὺς τρόπους χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ μᾶς ἐμποδίσῃ νὰ μὴ τὸ κάνουμε. Καὶ πολλὲς φορὲς πετυχαίνει τὸν σκοπό του ἐξαιτίας τῆς ἀμέλειάς μας καὶ τῆς λίγης φροντίδας ποὺ ἔχουμε στὸν ἑαυτό μας. Γι᾿ αὐτό, ὅσο ἐσὺ βρεῖς δυσκολία σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἐχθρό, τόσο περισσότερο πρέπει νὰ ἀγωνισθῇς νὰ τὸ κάνῃς πολλὲς φορές, ἀκόμη καὶ ἂν μία μόνο φορὰ ἔπεσες· μάλιστα πρέπει αὐτὸ νὰ κάνῃς, ἄν, ἀφοῦ ἁμαρτήσῃς, αἰσθάνεσαι ὅτι ἐνοχλεῖσαι καὶ συγχύζεσαι καὶ σὲ πιάνῃ ἀπελπισία γιὰ νὰ μπορέσῃς ἔτσι μὲ αὐτὸ νὰ ἀποκτήσῃς εἰρήνη καὶ γαλήνη στὴν καρδιά σου καὶ θάρρος μαζί· καὶ ἀφοῦ ὁπλισθῇς μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα, νὰ στραφῇς στὸ Θεό.
Γιατὶ, αὐτὴ ἡ παρόμοια ἐνόχλησις καὶ ταραχὴ ποὺ ἔχει κάποιος γιὰ τὴν ἁμαρτία, δὲν γίνεται ἐπειδὴ μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε λύπησε τὸν Θεό, ἀλλὰ γίνεται γιὰ τὸν φόβο τῆς δικῆς του καταδίκης· καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι, αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ὅπως πολλὲς φορὲς εἴπαμε.
Ὁ τρόπος λοιπόν, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς τὴν εἰρήνη, εἶναι ὁ ἑξῆς· νὰ ξεχάσης τελειωτικὰ τὴν πτῶσι καὶ τὴν ἁμαρτία σου  καὶ νὰ παραδοθῇς στὴν σκέψι τῆς μεγάλης καὶ ἄφατης ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅτι, αὐτὸς μένει πολὺ πρόθυμος καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ συγχωρέσῃ κάθε ἁμαρτία, ὅσο καὶ ἂν εἶναι βαρειά, προσκαλώντας τὸν ἁμαρτωλὸ μὲ διάφορους τρόπους καὶ μέσα ἀπὸ διάφορους δρόμους, γιὰ νὰ ἔλθη σὲ συναίσθησι καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί του σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ μὲ τὴν χάρι του· στὴν δὲ ἄλλη, νὰ τὸν ἁγιάση μὲ τὴ δόξα του καὶ νὰ τὸν κάνῃ αἰώνια μακάριο. Καὶ ἀφοῦ μὲ αὐτὲς καὶ παρόμοιες σκέψεις καὶ στοχασμούς, γαληνέψης τὸ νοῦ σου, τότε θὰ ἐπιστρέψης στὴν πτῶσι σου, κάνοντας ὅπως εἶπα πιὸ πάνω· κατόπιν, ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως (τὴν ὁποία σὲ προτρέπω νὰ κάνῃς πολὺ συχνά), θυμήσου ὅλες σου τὶς ἁμαρτίες, καὶ μὲ νέο πόνο καὶ λύπη, γιὰ τὴν λύπη τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ πρόθεσι καὶ ἀπόφασι νὰ μὴ τὸν λυπήσῃς πλέον, φανέρωσέ τες ὅλες στὸν Πνευματικό σου καὶ κάνε μὲ προθυμία τὸν κανόνα ποὺ θὰ σοῦ ὁρίσῃ.

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Εξομολόγηση - εξομολόγος – εξομολογούμενος

       Η εξομολόγηση είναι θεοπαράδοτη εντολή και αποτελεί ένα των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Η εξομολόγηση δεν είναι μία τυπική, από συνήθεια «για το καλό» και λόγω των επικείμενων εορτών, βεβιασμένη και πρόχειρη πράξη από ένα και μόνο καθήκον ή υποχρέωση και προς ψυχολογική εκτόνωση. Η εξομολόγηση θα πρέπει νάναι συνδυασμένη πάντοτε με τη μετάνοια. Μας έλεγε Αγιορείτης Γέροντας: Πολλοί εξομολογούνται, λίγοι μετανοούν!
       Η μετάνοια είναι μία ελεύθερη, καλλιεργημένη, εσωτερική διεργασία επιμελημένη, συντριβής και λύπης, για την απομάκρυνση από τον Θεό διά της αμαρτίας. Η μετάνοια η αληθινή δεν συνδυάζεται με την αφόρητη θλίψη, την υπερβολική στενοχώρια και τις αδυσώπητες ενοχές. Τότε δεν είναι μάλλον ειλικρινής μετάνοια, αλλά κρυφός εγωισμός, στραπατσάρισμα του «εγώ», θυμός με τον εαυτό μας, που εκδικείται γιατί εκτίθεται και ντροπιάζεται και δεν ανέχεται κάτι τέτοιο. Μετάνοια σημαίνει αλλαγή νου, νοοτροπίας, μεταβολισμός, εγκεντρισμός χρηστοήθειας, μίσος της αμαρτίας. Μετάνοια ακόμη σημαίνει αγάπη της αρετής, καλοκαγαθία, επιθυμία, προθυμία και διάθεση σφοδρή επανασυνδέσεως με τον Χριστό διά της Χάριτος του πανσθενουργού Αγίου Πνεύματος. Η μετάνοια ξεκινά από τα βάθη της καρδιάς, ολοκληρώνεται όμως απαραίτητα στο μυστήριο της θείας και ιεράς εξομολογήσεως.
       Ο εξομολογούμενος εξομολογείται ειλικρινά και ταπεινά ενώπιον του εξομολόγου, ως εν προσώπω του Χριστού. Κανένας επιστήμονας, ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, ψυχίατρος, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, θεολόγος δεν μπορεί ν' αντικαταστήσει τον εξομολόγο. Καμία εικόνα, έστω και η πιο θαυματουργή, δεν μπορεί να δώσει αυτό που δίνει το πετραχήλι του εξομολόγου, την άφεση των αμαρτιών. Ο εξομολόγος αναλαμβάνει τον εξομολογούμενο, τον υιοθετεί και τον αναγεννά πνευματικά, γι' αυτό και ονομάζεται πνευματικός πατέρας. Η πνευματική πατρότητα κανονικά είναι ισόβια, ιερή και δυνατή, δυνατότερη και συγγενικού δεσμού. Ο πνευματικός τοκετός είναι οδυνηρός. Ο εξομολόγος με φόβο Θεού «ως λόγον αποδώσων», γνώση, ταπείνωση και αγάπη παρακολουθεί τον αγώνα του εξομολογούμενου και τον χειραγωγεί διακριτικά στην ανοδική πορεία της εν Χριστώ ζωής.
       Ο εξομολόγος ιερεύς έχει ειδική ευλογία από τον επίσκοπο για το εξομολογητικό του έργο. Κανονικά όμως το χάρισμα του «δεσμείν και λύειν» αμαρτίες το λαμβάνει με τη χειροτονία του εις πρεσβύτερο. Καθίσταται διάδοχος των αγίων αποστόλων. Έτσι σημασία κύρια και μεγάλη έχει η εγκυρότητα και η κανονικότητα της αποστολικής διαδοχής διά των επισκόπων. Το μυστήριο της εξομολογήσεως όπως και όλα τ' άγια μυστήρια της Εκκλησίας μας τελεσιουργούνται και χαριτώνουν τους πιστούς όχι κατά την αξία, ικανότητα, επιστημοσύνη, λογιοσύνη, ευφράδεια, δραστηριότητα και τέχνη του ιερέως, ακόμη και την αρετή και αγιότητά του, αλλά τη διά της κανονικότητος της ιερωσύνης και του Τελεταρχικού Παναγίου Πνεύματος. Οι τυχόν αμαρτίες του ιερέως δεν εμποδίζουν τη θεία Χάρη των μυστηρίων. Αλλοίμονο αν αμφιβάλλουμε αν κατά την αναξιότητα του ιερέως το ψωμί και το κρασί έγινε σώμα και αίμα Χριστού κατά τη θεία Λειτουργία. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ο ιερεύς δεν θα πρέπει μόνιμα ν' αγωνίζεται για την καθαρότητά του. Έτσι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί εξομολόγοι. Όλοι οι εξομολόγοι την ίδια άφεση δίνουν. Έχουμε όμως το δικαίωμα επιλογής του εξομολόγου. Μπορούμε να προστρέξουμε σε αυτόν που αληθινά μας αναπαύει. Δεν είναι σοβαρή όμως η συνεχής αλλαγή εξομολόγου. Δεν φανερώνει κάτι τέτοιο πνευματική ωριμότητα. Ούτε όμως και οι εξομολόγοι θα πρέπει να στενοχωρούνται παράφορα και να δημιουργούν μάλιστα και προβλήματα όταν αναχωρήσει κάποιο πνευματικό τους τέκνο. Ίσως τούτο σημαίνει πως ήταν νοσηρά συνδεδεμένοι μαζί του, συναισθηματικά, προσωποπαγώς, δεμένοι με το πρόσωπό του και όχι με τον Χριστό και την Εκκλησία, και θεωρούν την αναχώρηση προσβολή, μείωση, ότι δεν υπάρχει καλύτερος ή μία αίσθηση ότι οι άλλοι μας ανήκουν αποκλειστικά και μπορούμε να τους εξουσιάζουμε και να τους φερόμαστε μάλιστα εξαναγκαστικά ως καταπιεσμένους και ανελεύθερους υποτακτικούς. Είπαμε βέβαια πως ο εξομολόγος είναι πνευματικός πατέρας και ο πνευματικός τοκετός ενέχει οδύνη. Έτσι είναι φυσικό να λυπάται για την αναχώρηση του υιού του. Προτιμότερο όμως είναι να εύχεται για την πνευματική του πρόοδο και τη σύνδεσή του με την Εκκλησία, έστω και παρά την αποσύνδεσή του από τον ίδιο. Να εύχεται και όχι να απεύχεται.
       Το έργο του εξομολόγου δεν είναι μόνο η απλή ακρόαση των αμαρτιών του εξομολογούμενου και η ανάγνωση στο τέλος της συγχωρητικής ευχής. Ούτε πάλι περιορίζεται μόνο στην ώρα της εξομολογήσεως. Ο εξομολόγος σαν καλός πατέρας φροντίζει συνεχώς το τέκνο του, το ακούει και το παρακολουθεί προσεκτικά, το νουθετεί κατάλληλα, το κατευθύνει ευαγγελικά, τονίζει τα τάλαντά του, δεν του θέτει υπερβολικά βάρη, το κανονίζει μέτρια όταν πρέπει, το οικονομεί όταν απογοητεύεται, βαρύνεται, δυσανασχετεί, αποκάμνει, το θεραπεύει ανάλογα, δεν το αποθαρρύνει ποτέ, συνεχίζοντας τον αγώνα παθοκτονίας και αρετοσυγκομιδής, μορφώνοντας στην ψυχή του την αθάνατη Χριστό.
       Η αναπτυσσόμενη αυτή πατρική και υιική σχέση εξομολόγου και εξομολογούμενου δημιουργεί μία άνεση, εμπιστοσύνη, σεβασμό, ιερότητα και ανάταση. Ο εξομολογούμενος ανοίγει την καρδιά του στον εξομολόγο και του εκθέτει τα πιο κρύφια, τα πιο δόλια, τα πιο ακάθαρτα, όλα τα μυστικά του, πράξεις απόκρυφες και επιθυμίες βλαβερές, ακόμη και αυτά που δεν θέλει να ομολογήσει στον ίδιο του τον εαυτό και δεν λέει στον πιο στενό συγγενή του και τον καλύτερο φίλο του. Έτσι ο εξομολόγος θα πρέπει απόλυτα να σεβασθεί αυτή την απεριόριστη εμπιστοσύνη του εξομολογούμενου. Η εμπιστοσύνη αυτή επαυξάνεται οπωσδήποτε και από το γεγονός ότι ο εξομολόγος είναι αυστηρά δεσμευμένος, μέχρι θανάτου μάλιστα, από τους θείους και Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας με το απόρρητο της εξομολογήσεως.
       Στην ορθόδοξη εξομολογητική δεν υπάρχουν βέβαια γενικές συνταγές, γιατί η πνευματική καθοδήγηση της κάθε μοναδικής ψυχής γίνεται εξατομικευμένα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ανεπανάληπτος, με ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση, άλλο χαρακτήρα, διάφορες δυνάμεις και δυνατότητες, όρια, εφέσεις, αντοχές, γνώσεις, ανάγκες και διαθέσεις. Ο εξομολόγος με τη Χάρη του Θεού και τη θεία φώτιση θα πρέπει να διακρίνει όλ' αυτά, ώστε ν' αποφασίσει τί καλύτερα θα πρέπει να χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει τον εξομολογούμενο. Άλλοτε χρειάζεται η επιείκεια και άλλοτε η αυστηρότητα. Δεν είναι για όλους πάντοτε τα ίδια. Ούτε ο εξομολόγος θα πρέπει νάναι πάντα αυστηρός, έτσι μόνο για να λέγεται αυστηρός και να εκτιμάται. Ούτε υπερβολικά επιεικής, για να προτιμάται και να λέγεται πνευματικός πατέρας πολλών. Χρειάζεται φόβος Θεού, διάκριση, τιμιότητα, ειλικρίνεια, ταπείνωση, μελέτη, γνώση και προσευχή.
      Η «οικονομία» δεν απαιτείται από τον εξομολογούμενο. Ούτε είναι ορθό να γίνει κανόνας από τον εξομολόγο. Η «οικονομία» θα πρέπει να παραμείνει εξαίρεση. Η «οικονομία» επίσης θα πρέπει να είναι πάντα προς καιρόν (Αρχιμ. Γεώργιος Γρηγοριάτης). Όταν εκλείψουν οι λόγοι που την επιβάλλουν ασφαλώς δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται. Για την ίδια αμαρτία μπορούμε να έχουμε πολλούς διαφορετικούς τρόπους προς αντιμετώπισή της.
       Ο κανόνας δεν είναι πάντοτε απαραίτητος. Ο κανόνας δεν είναι τιμωρία. Είναι παιδαγωγία. Ο κανόνας δεν τίθεται προς ικανοποίηση του προσβληθέντος Θεού και εξιλέωση του αμαρτωλού ενώπιον της Θείας δικαιοσύνης. Αυτή είναι μια καθαρά αιρετική διδασκαλία. Ο κανόνας συνήθως τίθεται στην ανώριμη μετάνοια, προς συναίσθηση και συνειδητοποίηση του μεγέθους της αμαρτίας. Η αμαρτία κατά την ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι τόσο παράβαση του νόμου, όσο έλλειψη αγάπης στο Θεό. Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις, έλεγε ο ιερός Αυγουστίνος.
      Ο κανόνας τίθεται προς ολοκλήρωση της μετάνοιας του εξομολογούμενου, γι' αυτό, καθώς ορθά λέγει ο π. Αθανάσιος Μετεωρίτης, όπως ο εξομολόγος δεν επιτρέπεται να κοινοποιεί τις αμαρτίες του εξομολογούμενου, έτσι κι ο εξομολογούμενος δεν επιτρέπεται να κοινοποιεί στους άλλους τον κανόνα που του έθεσε ιδιαίτερα ο εξομολόγος, που είναι συνισταμένη πολλών παραμέτρων.
      Ο εξομολόγος λειτουργεί ως χορηγός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Κατά την ώρα του μυστηρίου δεν λειτουργεί ως ψυχολόγος και επιστήμονας. Λειτουργεί ως ιερεύς, ως έμπειρος ιατρός, ως φιλόστοργος πατέρας. Ακούγοντας τ' αμαρτήματα του εξομολογούμενου προσεύχεται να τον φωτίσει ο Θεός. να δώσει το καλύτερο φάρμακο προς θεραπεία, να σφυγμομετρήσει τον βαθμό και την ποιότητα της μετανοίας του. Ο εξομολόγος δεν στέκεται απέναντι στον εξομολογούμενο με περιέργεια, καχυποψία, ζήλεια, υπερβολική αυστηρότητα, εξουσιαστικότητα και αλαζονεία, αλλά ούτε και αδιάφορα, επιπόλαια, απρόσεκτα και κουρασμένα. Η ταπείνωση, η αγάπη και η προσοχή του εξομολόγου θα βοηθήσει πολύ τον εξομολογούμενο. Ούτε ο εξομολόγος θα πρέπει να κάνει πολλές, περιττές και αδιάκριτες ερωτήσεις. Ιδιαίτερα θα πρέπει να διακόπτει τις λεπτομερείς περιγραφές διαφόρων αμαρτημάτων και ιδιαίτερα σαρκικών, ακόμη και τις αναφορές ονομάτων, ώστε ν' ασφαλίζεται περισσότερο. Ο εξομολογούμενος πάλι δεν θα πρέπει να φοβάται, να δειλιάζει και να ντρέπεται, αλλά να σέβεται, να εμπιστεύεται, να τιμά και να ευλαβείται τον εξομολόγο. Αυτό το κλίμα πάντως της ιερότητος, αλληλοσεβασμού και εμπιστοσύνης κυρίως θα το καλλιεργήσει, εμπνεύσει και δημιουργήσει ο εξομολόγος.
       Η αγία μητέρα μας Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το σώμα του Αναστημένου Χριστού, είναι ένα απέραντο θεραπευτήριο, αποθεραπείας των ασθενών αμαρτωλών πιστών, από τα τραύματα, τις πληγές και τις ασθένειες της αμαρτίας, των παθογόνων δαιμόνων και των ιοβόλων δαιμονικών παγίδων και επηρειών των δαιμονοκίνητων παθών.
       Η Εκκλησία μας δεν είναι παράρτημα του υπουργείου κοινωνικής προνοίας, ούτε συναγωνίζεται να ξεπεράσει τους διάφορους συλλόγους κοινωνικής ευποιΐας, δίχως διόλου ν' αρνείται το σπουδαίο και αγαθό αυτό έργο και να μη το επιτελεί πλούσια, επαινετά και θαυμάσια, αλλά κυρίως είναι η χορηγός νοήματος της ζωής, λυτρώσεως και σωτηρίας των πιστών «υπέρ ων Χριστός απέθανεν» διά της συμμετοχής τους στα μυστήρια της Εκκλησίας. Το πετραχήλι του Ιερέως είναι πλάνη, όπως έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, που λειαίνει και ισιάζει τους ανθρώπους, είναι θεραπευτικό νυστέρι παθοκτονίας και όχι μιστρί εργασιομανίας ή σύμβολο εξουσίας. Είναι υπηρετική ποδιά διακονίας των ανθρώπων προς θεραπεία και σωτηρία.
       Ο Θεός χρησιμοποιεί τον ιερέα για τη συγχώρηση του πλάσματός του. Το λέγει χαρακτηριστικά η ευχή: «Ο Θεός συγχωρήσαι σοι δι' εμού του αμαρτωλού πάντα, και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. και ακατάκριτόν σε παραστήσαι εν τω φοβερώ αυτού Βήματι. περί δε των εξαγορευθέντων εγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα έχων, πορεύου εις ειρήνην». Ανεξομολόγητες αμαρτίες θα βαραίνουν τον άνθρωπο και στον μέλλοντα αιώνα. Εξομολογημένες αμαρτίες δεν εξομολογούνται. Είναι σαν να μη πιστεύει κανείς στην χάρη του μυστηρίου. Ο Θεός τα γνωρίζει, αλλά θα πρέπει προς άφεση, ταπείνωση και ίαση να εξαγορευθούν. Η ενίοτε επιτίμηση αμαρτιών δεν αναιρεί την αγάπη της Εκκλησίας, αλλά αποτελεί παιδαγωγική επίσκεψη προς καλύτερη συναίσθηση των πταισμάτων.
       Κατά τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «η εξομολόγησις είναι μία θεληματική διά στόματος φανέρωσις των πονηρών έργων και λόγων και λογισμών, κατανυκτική, κατηγορητική, ευθεία, χωρίς εντροπήν, αποφασιστική, προς νόμιμον πνευματικόν γινομένη». Ο θεοφόρος όσιος ευσύνοπτα, μεστά και σημαντικά αναφέρει πως η εξομολόγηση πρέπει να γίνεται θεληματικά, ελεύθερα, αβίαστα, ανεξανάγκαστα, δίχως ο εξομολόγος ν' άγχεται να εκμαιεύσει την ομολογία του εξομολογούμενου. Με κατάνυξη, συναίσθηση δηλαδή της λύπης που προκάλεσε ειλικρινά με την αμαρτία στον Θεό. Όχι συναισθηματικά, υποκριτικά, λιπόψυχα δάκρυα. Κατάνυξη γνήσια που σημαίνει συντριβή, μεταμέλεια, μίσος της αμαρτίας, αγάπη της αρετής, επίγνωση ευγνωμοσύνης στον Δωρεοδότη Θεό. Κατηγορητική σημαίνει υπεύθυνη εξομολόγηση, δίχως δικαιολογίες, υπεκφυγές, στρεψοδικίες, ανευθυνότητες και μεταθέσεις, με ειλικρινή αυτομεμψία και γνήσια αυτοεξουθένωση, που φέρει τη χαρμολύπη και το χαροποιό πένθος της Εκκλησίας. Ευθεία σημαίνει εξομολόγηση με κάθε ειλικρίνεια, ευθύτητα και ακρίβεια, ανδρεία και θάρρος, αυστηρότητα και γενναιότητα. Συμβαίνει ακόμη και την ώρα αυτή ο άνθρωπος να μη παραδέχεται την ήττα του, την πτώση και την αδυναμία του και με ωραιολογίες και μακρυλογίες να μεταθέτει τα ποσοστά ευθύνης του, με περιστροφές και μισόλογα, κατηγορώντας και τους άλλους, προκειμένου να φυλάξει ακόμη και τώρα ατσαλάκωτο το εγώ του. Χωρίς εντροπή εξομολόγηση σημαίνει παρουσίαση του πραγματικού οικτρού εαυτού μας. Η ντροπή είναι καλή προ της αμαρτίας και όχι μετά και μπροστά στον εξομολόγο. Η προ του εξομολόγου ντροπή λέγουν θα μας ελευθερώσει από τη ντροπή στην έσχατη κρίση, αφού ό,τι συγχωρήσει ο εξομολόγος δεν θα ξανακριθεί. Αποφασιστική εξομολόγηση σημαίνει να είναι καθαρή, συγκεκριμένη, ειλικρινής και με την απόφαση να μη επαναλάβει τα εξομολογηθέντα αμαρτήματα ο πιστός. Ακόμη η εξομολόγηση θα πρέπει να είναι συνεχής, ώστε τα φιλεπίστροφα, κατά τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος, πάθη να μη ισχυροποιούνται, αλλά αντίθετα σύντομα να θεραπεύονται. Έτσι δεν λησμονούνται οι αμαρτίες, υπάρχει τακτικός έλεγχος, αυτοπαρατήρηση, αυτοέλεγχος, αυτογνωσία και αυτομεμψία, δεν εγκαταλείπει η Θεία Χάρη και οι δαιμονικές παγίδες συντρίβονται ευκολότερα και η μνήμη του θανάτου δεν είναι φοβερή και τρομακτική.
      Συμβαίνει συχνά-πυκνά και τ' ομολογούμε με πολύ πόνο και περισσή αγάπη το κήρυγμα να μην είναι τόσο ορθόδοξο. Δηλαδή να εξαντλείται σ' ένα ακόμη σχολιασμό της φθηνής επικαιρότητος και να μετατρέπεται κατά κάποιο τρόπο ο ιερός άμβωνας σε τηλεοπτικό «παράθυρο», όπου λέμε και εμείς τη γνώμη μας για τα τρέχοντα και συμβαίνοντα. Όμως τ' ορθόδοξο κήρυγμα κυρίως είναι εκκλησιολογικό, χριστολογικό, σωτηριολογικό, αγιολογικό και ψυχωφελές. Το κήρυγμα της μετανοίας από των Προφητών, του Τιμίου Προδρόμου, του Σωτήρος Χριστού και πάντων των αγίων παραμένει λίαν επίκαιρο και αναγκαίο. Βασική προϋπόθεση της μετοχής στ' άγια μυστήρια και της ανοδικής πνευματικής πορείας είναι η καθαρότητα της καρδιάς. Καθαρότητα από την ποικίλη αμαρτία, το πνεύμα της απληστίας και της ευδαιμονίας της σύγχρονης υπερκαταναλωτικής κοινωνίας, το πνεύμα της αντίθεης υπερηφάνειας ενός κόσμου ναρκισσευόμενου, ατομικιστικού, αταπείνωτου, αφιλάνθρωπου, υπερφίαλου και παράδοξου, το δαιμονικό πνεύμα των πονηρών λογισμών, των φαντασιών και φαντασιώσεων, των καχυποψιών και ζηλοφθονιών, των ακάθαρ­των και σκοτεινών.
       Κατάντησε δυσεύρετο κόσμημα η καθαρότητα της καρδιάς, στις αδελφικές σχέσεις, τις συζυγίες, τις συναδελφικές υποχρεώσεις, τις φιλίες, τις συζητήσεις, τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις ιερατικές κλήσεις. Τα λεγόμενα μέσα μαζικής ενημερώσεως ξέπεσαν σε ρυπογόνες εστίες. Λησμονήθηκε η νηπτική εγρήγορση, η ασκητική νηφαλιότητα, η παραδοσιακή ολιγάρκεια, απλότητα και λεβεντιά. Έτσι μολύνεται το λογιστικό της ψυχής, διεγείρεται στην απληστία το επιθυμητικό και αμβλύνεται σοβαρά το βουλητικό, ώστε αδύναμος ο άνθρωπος να παρασύρεται στο κακό δίχως φραγμό και όρια.
       Επικρατεί η αυτοδικαίωση, η δικαιολόγηση των παθών, η ωραιοποίηση της αμαρτίας, η κατοχύρωσή της διά νέων ψυχολογικών ερεισμάτων. Θεωρείται μείωση, αδυναμία και λάθος η παραδοχή του λάθους, η ανάληψη της ευθύνης και η ταπεινή αποδοχή του σφάλματος. Η συνεχής δικαιολόγηση του εαυτού μας και η επιμελημένη μετάθεση ευθυνών δημιουργούν ένα άνθρωπο συγχυσμένο, διχασμένο, ταραγμένο, ταλαιπωρημένο, δυστυχισμένο και εγωπαθή, εμπαιζόμενο από τον δαίμονα, αιχμαλωτιζόμενο από αυτόν στ' άφωτα δίχτυα του.
       Κυριαρχεί ένας ανόητος ορθολογισμός, ο οποίος επιλέγει ευαγγελικές αρετές και συνοδικούς κανόνες, κατά την αρέσκεια, προτίμηση και ευκολία, σε σοβαρά θέματα νηστειών, εγκράτειας, τεκνογονίας, ήθους, σεμνότητος, αιδούς, τιμιότητος και ακριβείας.
       Κατόπιν όλων τούτων, τα οποία δεν νομίζω ότι υπερβάλλουμε, θεωρούμε ότι οι εξομολόγοι δεν έχουν εύκολο έργο. Δεν αρκεί πλέον η χειραγωγία στη μετάνοια και η καλλιέργεια της ταπεινώσεως, αλλά χρειάζεται το ποίμνιο κατήχηση, επαναευαγγελισμό, κα­τάρτιση, μεταβολισμό πνευματικό προς απόκτηση ισχυρών αντισωμάτων. Απαραίτητη η αντίσταση, αντίδραση και αντιμετώπιση του σφοδρού ρεύματος της αποϊεροποιήσεως, της εκκοσμικεύσεως, του αποηρωισμού, του ευδαιμονισμού, του πλουτισμού και κορεσμού. Ιδιαιτέρως προσοχής, διδαχής και αγάπης έχουν ανάγκη οι νέοι, που η αγωγή δεν τους βοηθά να συνειδητοποιήσουν το νόημα και το σκοπό της ζωής, το κενό, το άκοσμο, το άνομο, το άφωτο της αμαρτίας.
       Σοβαρό πρόβλημα αποτελεί ακόμη και για τους χριστιανούς μας η αγχώδης συχνά αναζήτηση μιας ά­κοπης, άμοχθης και άλυπης ζωής. Αναζητούμε Κυρηναίους. Δεν αποδεχόμεθα την άρση του προσωπικού μας σταυρού. Δεν γνωρίζουμε το βάθος και το εύρος του σταυρού. Προσκυνούμε τον σταυρό στην εκκλησία, κάνουμε τον σταυρό μας, αλλά δεν ασπαζόμαστε τον προσωπικό μας σταυρό. Τελικά θέλουμε ένα ασταύρωτο Χριστιανισμό. Δεν υπάρχει όμως Πάσχα δίχως Μεγάλη Παρασκευή.
       Τιμάμε τους μάρτυρες και τους οσίους, αλλά δεν θέλουμε εμείς καμιά κακοπάθεια, καμιά καθυστέρηση, καμιά δυσκολία. Δυσκολευόμαστε στη νηστεία, δυσανασχετούμε στην ασθένεια, δεν ανεχόμαστε πικρό λόγο, ακόμη και όταν φταίμε, οπότε πώς να υπομένουμε αδικία, συκοφαντία, κατατρεγμό και εξορία, όπως οι άγιοί μας; Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως το σύγχρονο κοσμικό πνεύμα της ευκολίας, της ανέσεως και του υπερκαταναλωτισμού έχει επηρεάσει ισχυρά το μέτρο της πνευματικής ζωής. Θέλουμε γενικά ένα αντιασκητικό Χριστιανισμό. Η Ορθοδοξία όμως βάση έχει το ασκητικό Ευαγγέλιο.
       Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας είναι η νοσηρή και υπερβολική εμπιστοσύνη του ανθρώπου στη λογική, τη διάνοια, τη γνώση και την κρίση του. Πρόκειται για τον παχυλό και κουραστικό εν τέλει ορθολογισμό. Η νηπτική ορθόδοξη θεολογία μας δι­δάσκει το νου να τον έχουμε εργαλείο και να τον κατεβάσουμε στην καρδιά. Η Εκκλησία μας δεν καλλιεργεί και παράγει διανοούμενους. Για μας ο ορθολογισμός δεν είναι φιλοσοφική νοοτροπία, αλλά μία καθαρά αμαρτητική βιοθεωρία, μία μορφή αθεΐας, αφού αντιβαίνει στην εντολή της πίστεως, της ελπίδος, της αγάπης και της εμπιστοσύνης στον Θεό. Ο ορθολογιστής κρίνει τα πάντα με την κρισάρα του μυαλού, μόνο με τον πεπερασμένο νου του, κέντρο είναι ο εαυτός του και το κυρίαρχο εγώ του και δεν εμπιστεύεται τη θεία Πρόνοια, τη θεία Χάρη και θεία Βοήθεια στη ζωή του.
      Θεωρώντας συχνά τον εαυτό του αλάνθαστο ο ορθολογιστής δεν επιτρέπει στον Θεό να επέμβει στη ζωή του και να τον κρίνει. Έτσι δεν θεωρεί ότι έχει ανάγκη εξομολογήσεως. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος όμως λέγει πως το να νομίζει κάποιος πως δεν έπεσε σε αμαρτήματα, αυτό είναι η πιο μεγάλη πτώση και πλάνη και το πιο μεγάλο αμάρτημα. Παρασυρμένοι ορισμένοι νεώτεροι θεολόγοι μιλούν γι' αστοχία και όχι για αμαρτία, θέλοντας ν' αμβλύνουν τη φυσική διαμαρτυρία της συνειδήσεως. Η αυτάρκεια ορισμένων εκκλησιαζομένων και νηστευόντων χριστιανών κρύβει ενίοτε ένα λανθάνοντα φαρισαϊσμό, ότι δεν είναι όπως οι λοιποί των ανθρώπων και ως εκ τούτου δεν χρήζουν εξομολογήσεως.
       Κατά τους αγίους πατέρες της Εκκλησίας μας το μεγαλύτερο κακό είναι η υπερηφάνεια, η μητέρα όλων των παθών κατά τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος. Πρόκειται για πολύτεκνη μητέρα με πρώτες θυγατέρες την κενοδοξία και την αυτοδικαίωση. Η υπερηφάνεια είναι μία μορφή άρνησης Θεού, είναι εφεύρεση των πονηρών δαιμόνων, αποτέλεσμα πολλών κολακειών και επαίνων, που επιφέρει την εξουδένωση και εξουθένωση των ανθρώπων, τη θεομίσητη κατάκριση, τον θυμό, την οργή, την υποκρισία, την ασπλαχνία, τη μισανθρωπία, τη βλασφημία. Η υπερηφάνεια είναι ένα πάθος φοβερό, δύσκολο, δυνατό και δυσθεράπευτο. Η υπερηφάνεια επίσης είναι πολυδύναμη και πολυπρόσωπη. Εκδηλώνεται ως ματαιοδοξία, μεγαλαυχία, οίηση, αλαζονεία, υπεροψία, φυσίωση, τύφωση, καύχηση, ιταμότητα, έπαρση, μεγαλομανία, φιλοδοξία, φιλαυτία, φιλαρέσκεια, φιλοχρηματία, φιλοσαρκία, φιλαρχία, φιλοκατηγορία και φιλονικία. Ακόμη ως αυταρέσκεια, προσωποληψία, αυθάδεια, αναίδεια, παρρησία, αναλγησία, αντιλογία, ισχυρογνωμοσύνη, ανυπακοή, ειρωνεία, πείσμα, περιφρόνηση, προσβολή, τελειομανία και υπερευαισθησία. Η υπερηφάνεια τελικά οδηγεί στην αμετανοησία.
       Όργανο της υπερηφάνειας συχνά γίνεται η γλώσσα. Με την αργολογία, τη φλυαρία, την πολυλογία, το κουτσομπολιό, τη μωρολογία, τη ματαιολογία, την ανειλικρίνεια, την αδιακρισία, τη διγλωσσία, τη διπλωματία, την ευτραπελία, την προσποίηση και τον εμπαιγμό.
        Από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα προέρχονται πολλά άλλα πάθη. Αφού αναφέραμε τα της υπερηφάνειας, ερχόμαστε στη φιλαργυρία, που γεννά τη φιλοχρηματία, την πλεονεξία, την απληστία, την τσιγγουνιά, την ανελεημοσύνη, τη σκληροκαρδία, την απάτη, την τοκογλυφία, την αδικία, τη δολιότητα, τη σιμω­νία, τη δωροληψία, τον τζόγο. Η πορνεία έχει μύριες εκφάνσεις όπως ο φθόνος με τις ύπουλες και πονηρές κακίες του, η αχόρταγη γαστριμαργία, ο θυμός και η ύποπτη ακηδία και αμέλεια.
       Ιδιαιτέρως προσοχής χρήζουν πολλά ανορθόδοξα στοιχεία στην οικογενειακή ζωή και φρονούμε πως θα πρέπει να θεαθούν προσεκτικά από εξομολόγους και εξομολογουμένους. Η αποφυγή της τεκνογονίας, η ειδωλοποίηση των τέκνων, θεωρούμενα προέκταση του εγώ των γονέων, υπερπροστατευόμενα, παρακολουθούμενα συνεχώς και εξουσιαζόμενα βάναυσα. Ο γάμος είναι στίβος ταπεινώσεως, αλληλοπεριχωρήσεως και αλληλοσεβασμού και όχι παράλληλη όδευση δύο εγωισμών, παρά την ισόβια σύζευξη και συνύπαρξη. Χορεύει ο δαίμονας όταν δεν υπάρχει συγχώρεση στις ανθρώπινες αδυναμίες και τα καθημερινά σφάλματα. Οι γονείς θα βοηθήσουν σημαντικά τα παιδιά τους όχι με την πλούσια ευγένεια έξω από το σπίτι αλλά με το ειρηνικό, νηφάλιο και αγαπητικό παράδειγμα καθημερινά μέσα στο σπίτι τους. Η συμμετοχή των παιδιών μαζί με τους γονείς τους στο μυστήριο της εξομολογήσεως θα τους ενδυναμώσει με τη θεία Χάρη και θα τους στερεώσει στη βιωματική εμπειρία με τον Χριστό. Ζητώντας οι σύζυγοι ειλικρινά συγγνώμην διδάσκουν τα παιδιά τους την ταπείνωση, που καίει τις δαιμονικές πλεκτάνες. Σ' ένα σπιτικό που ανθεί η αγάπη, η ομόνοια, η κατανόηση, η ταπείνωση και ειρήνη υπάρχει πλούσια η ευλογία του Θεού και γίνεται κάστρο απόρθητο στην κακία του κόσμου. Η με τη συγχωρητικότητα αγωγή των παιδιών δημιουργεί μία υγιά οικογενειακή εστία που τα εμπνέει και τα ενισχύει για το μέλλον τους.
       Ένα άλλο μεγάλο θέμα, που αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για τη μετάνοια και την εξομολόγηση είναι η αυτοδικαίωση, που μαστίζει και πολλούς ανθρώπους της Εκκλησίας. Βάση της έχει, όπως είπαμε, τη δαιμονική υπερηφάνεια. Κλασικό παράδειγμα ο Φαρισαίος της παραβολής του Ευαγγελίου.
       Ο αυτοδικαιούμενος άνθρωπος έχει φαινομενικά καλά, για τα οποία υπεραίρεται και θέλει να τιμάται και επαινείται. Χαίρεται να τον κολακεύουν, να εξουθενώνει και ταπεινώνει τους άλλους. Αυτοεκτιμάται υπερβολικά, αυτοδικαιώνεται παράφορα και θεωρεί τον Θεό αναγκαστικά υποχρεωμένο να τον ανταμείψει. Πρόκειται τελικά για ταλαίπωρο άνθρωπο, όπου ταλαιπωρούμενος ταλαιπωρεί και τους άλλους. Διακατέχεται από νευρικότητα, ταραχή, απαιτητικότητα, που τον αυτοφυλακίζει και δεν τον αφήνει ν' ανοίξει τη θύρα του θείου ελέους, διά της μετανοίας.
     Γέννημα της υπερηφάνειας είναι και η κατάκριση, που δυστυχώς αποτελεί συνήθεια και πολλών χριστιανών, που ασχολούνται περισσότερο με τους άλλους παρά με τον εαυτό τους. Φαινόμενο της εποχής μας και της κοινωνίας που ωθεί τον κόσμο στη συνεχή ετεροπαρατήρηση και όχι την αυτοπαρατήρηση. Οι μύριες ασχολίες και δραστηριότητες του σύγχρονου ανθρώπου δεν τον θέλουν να μείνει ποτέ μόνο προς μελέτη, περίσκεψη, προσευχή, αυτογνωσία, αυτομεμψία, αυτοέλεγχο και μνήμη θανάτου. Τα λεγόμενα μέσα μαζικής ενημερώσεως ασταμάτητα ασχολούνται σκανδαλοθηρικά, επίμονα και μακρόσυρτα με τα πάθη, τις αμαρτίες, τα παραπτώματα των άλλων. Όλ' αυτά προκαλούν, εντυπωσιάζουν και αν δεν σκανδαλίζουν πάντως φορτώνουν την ψυχή και το νου με τα βρωμερά και άσχημα και μάλιστα καθησυχάζουν, αφού εμείς είμαστε καλύτεροι. Έτσι ο άνθρωπος συνηθίζει στη μετριότητα, χλιαρότητα και εφημερότητα της φθηνής καθημερινότητος, μη συγκρινόμενος με τους αγίους και τους ήρωες.
       Έτσι η κατάκριση κυριαρχεί στις μέρες μας, θεωρώντας ο άνθρωπος ότι ενεργεί δίκαιη κάθαρση, σπιλώνοντας άλλους και μολύνοντας τον εαυτό του, δημιουργώντας κακίες, μίση, έχθρες, μνησικακίες, ζηλοφθονίες και ψυχρότητες. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μάλιστα αναφέρει πως εκείνος που περιεργάζεται συνεχώς τις αμαρτίες των άλλων ή κρίνει τον αδελφό του από υποψία και μόνο, αυτός δεν έκανε ακόμη αρχή μετανοίας, ούτε άρχισε την έρευνα για να γνωρίσει τις αμαρτίες του.
       Λέγονται πολλά και διάφορα. ένα τελικά είναι το καίριο, σημαντικό και εξέχον. η σωτηρία μας, για την οποία δεν πολυνοιαζόμαστε παντοτεινά. Η σωτηρία δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο με ειλικρινή μετάνοια και καθαρή εξομολόγηση. Η μετάνοια δεν ανοίγει μόνο τον ουράνιο παράδεισο, αλλά και τον επίγειο με την πρόγευση, έστω εν μέρει, της ανεκλάλητης χαράς της ατελεύτητης βασιλείας των ουρανών και της υπέροχης ειρήνης από τώρα. Οι εξομολογημένοι άνθρωποι μπορούν νάναι οι αληθινά γνήσια χαρούμενοι, οι ειρηνικοί και ειρηνοφόροι, οι κήρυκες της μετανοίας, της αναστάσεως, της μεταμορφώσεως, της ελευθερίας, της χάριτος, της ευλογίας του Θεού στις ψυχές τους και τη ζωή τους. Η πλούσια χάρη του Θεού κάνει τον λύκο πρόβατο, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Καμιά αμαρτία δεν υπερβαίνει την αγάπη του Θεού. Κανείς αμαρτωλός αν θέλει δεν αδυνατεί ν' αγιάσει. Μας το αποδεικνύουν οι πολλοί μετανοημένοι άγιοι του Συναξαριστή.
      Ο εξομολόγος εξομολογεί και συγχωρεί τους εξομολογούμενους με τ' άγιο πετραχήλι του. Δεν μπορεί όμως να αυτοεξομολογηθεί και να θέσει ο ίδιος το πετραχήλι του στο κεφάλι του για να συγχωρηθεί. Πρέπει απαραίτητα να σκύψει σε άλλο οπωσδήποτε πετραχήλι. Έτσι λειτουργεί ο πνευματικός νόμος, έτσι τα έθεσε η πανσοφία και η φιλευσπλαγχνία του Θεού.
       Δεν μπορεί να εξομολογούμε και να μη εξομολογούμεθα. Να διδάσκουμε και να μη πράττουμε. Να μιλάμε για μετάνοια και να μη μετανοούμε οι ίδιοι. Να μιλάμε για εξομολόγηση και να μη εξομολογούμεθα τακτικά. Ουδείς αυτοκαθαίρεται και ουδείς αυτοσυγχωρείται ποτέ. Οι ασύμβουλοι, οι ανυπάκουοι, οι ανεξομολόγητοι αποτελούν σοβαρό πρόβλημα της Εκκλησίας μας.
       Αδελφοί μου αγαπητοί, το πετραχήλι του πνευματικού δύναται να γίνει θαυματουργό νυστέρι αφαιρέσεως κακοήθων όγκων, ν' αναστήσει νεκρούς, ν' ανανεώσει και μεταμορφώσει τον άκοσμο κόσμο, να χαροποιήσει γη και ουρανό. Η Εκκλησία μας εμπιστεύ­θηκε το μέγα λειτούργημα, το ιερό υπούργημα, στους ιερείς μας και όχι στους αγγέλους, για να τους πλησιάζουμε άνετα και άφοβα ως ομοιοπαθείς και ομόσαρκους.
      Όλα τα παραπάνω, ειλικρινά και διόλου ταπεινόσχημα, ειπώθηκαν από ένα συναμαρτωλό, που δεν θέλησε να κάνει τον δάσκαλο, αλλά τον συναγωνιζόμενο συμμαθητή σας. Θέλησε από αγάπη να σας θυμίσει με απλά και άτεχνα λόγια τη ζώσα παράδοση της αγίας μητέρας μας Εκκλησίας επί του πάντοτε επίκαιρου θέματος της θεοΰφαντης και θεομακάριστης μετάνοιας και της θεοπαράδοτης και θεαγάπητης ιεράς Εξομολογήσεως.
 «ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ»
ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ