Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Άγιος Σιλουανός: Άνθρωπος μεγάλης αγάπης

24 Σεπτεμβρίου 1938

Ένας Σέρβος επίσκοπος, που επισκέφτηκε πολλές φορές το Άγιο Όρος και αγάπησε πολύ τον Γέροντα, όταν έμαθε για το θάνατό του, έγραψε στο ιεραποστολικό του περιοδικό νεκρολογία με τον τίτλο: «Άνθρωπος μεγάλης αγάπης», όπου μεταξύ των άλλων λέει γι αυτόν τα εξής:
«Για τον εξαίσιο αυτό μοναχό μπορώ μόνο να πω: Ήταν γλυκειά ψυχή. Δεν αισθάνθηκα μόνο εγώ τη γλυκειά αυτή ψυχή, αλλά και κάθε προσκυνητής του Άθω που έτυχε να συναντηθεί μαζί του. Ο Σιλουανός ήταν υψηλός, μεγαλόσωμος, με μεγάλη μαύρη γενειάδα και η εξωτερική του όψη δεν προδιέθετε αμέσως ευνοϊκά όποιον δεν τον γνώριζε. Αρκούσε, όμως, μια συνομιλία, για να αγαπήσεις αυτό τον άνθρωπο... Μιλούσε για την άμετρη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο και ενέπνεε τον αμαρτωλό στο να κατακρίνει μόνος του αυστηρά τον εαυτό του». Στη συνέχεια ο επίσκοπος διηγείται μερικές συνομιλίες με τον Γέροντα και γράφει:
«Αυτός ο θαυμάσιος ασκητής ήταν απλός μοναχός, αλλά πλούσιος σε αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον. Πολλοί μοναχοί από όλα τα σημεία του Αγίου Όρους κατέφευγαν σε αυτόν για συμβουλή, αλλά ιδιαιτέρως τον αγαπούσαν οι Σέρβοι μοναχοί του Χιλανδαρίου και του «Ασκηταριού του Αγίου Σάββα». Σε αυτόν έβλεπαν τον πνευματικό πατέρα που τους αναγεννούσε με την αγάπη.
Όλοι αυτοί αισθάνθηκαν τώρα πόνο για το χωρισμό τους από αυτόν. Και θα θυμούνται για πολύν καιρό την αγάπη του πατρός Σιλουανού και τις σοφές συμβουλές του. «Κι εμένα με βοήθησε πολύ πνευματικώς ο πατήρ Σιλουανός. Αισθανόμουν ότι η προσευχή  του με δυνάμωνε. Κάθε φορά που βρισκόμουν στο Άγιο Όρος έσπευδα να τον δω». Και τελειώνει ο επίσκοπος τη νεκρολογία του με τα εξής λόγια:
«Και υπάρχουν ακόμη και άλλα πολλά που έτυχε να ακούσω από τον πατέρα Σιλουανό, καθώς και άλλα που άκουσα γι αυτόν από άλλους. Αλλά ποιος θα μπορούσε να τα απαριθμήσει και να τα καταγράψει; Το βιβλίο της ζωής του γράφτηκε ολόκληρο με τα μαργαριτάρια της σοφίας και το χρυσό της αγάπης. Είναι τεράστιο, άφθαρτο βιβλίο. Τώρα κλείστηκε και με τα χέρια του φύλακα αγγέλου του παρουσιάσθηκε στον αιώνιο και δίκαιο κριτή. Και ο αιώνιος και δίκαιος Κριτής θα πει στην ψυχή που τόσο  Τον αγάπησε στη γη:  Πιστέ Μου δούλε,  Σιλουανέ, είσελθε στη χαρά του Κυρίου Σου. Αμήν.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Σκέψεις του γέροντος περί των φυτών και των ζώων



Ο μακάριος Γέρων ήτο δι’ ημάς άνωθεν δώρημα και εξαίρετον φαινόμενον. Ήτο ο τύπος του γνησίου χριστιανού, ο καταπλήξας ημάς δια την τελειότητα αυτού. Εν αυτώ εβλέπομεν αληθώς αρμονικήν σύνθεσιν ασυμβιβάστων, ως θα ενόμιζέ τις, άκρων. Ούτως εβλέπομεν την ασυνήθη δια τοιούτου είδους ανδρείους ανθρώπους ευσπλαγχνίαν δια πάσαν ζώσαν ύπαρξιν, δια παν κτίσμα. Έφθανε δε η ευσπλαγχνία αύτη μέχρι τοιούτων ορίων, ώστε ηγείρετο φυσικώς η σκέψιςκ ότι επρόκειτο περί παθολογικής συναισθηματικότητος. Ταυτοχρόνως όμως συνηντώμεν την άλλην έκφανσιν του πνεύματος αυτού, ήτις εδήλου ότι το πρώτον ήτο ουχί παθολογικόν φαινόμενον, αλλ’ αληθώς υπερφυσικόν μεγαλείον και ευσπλαγχνία κατά χάριν.
Ο Γέρων εδείκνυε φροντίδα εισέτι και δια τα φυτά. Εθεώρει εναντίαν προς την διδαχήν της χάριτος πάσαν τραχύτητα, ήτις προξενεί βλάβην εις αυτά. Ενθυμούμαι ότι ημέραν τινά επορευόμην μετ’ αυτού την ατραπόν, την άγουσαν εκ της Μονής προς την καλύβην, όπου διήλθον  έν έτος. Η καλύβη αύτη απέχει του Μοναστηρίου έν περίπου χιλιόμετρον, και ήρχετο ο Γέρων να ίδη την κατοικίαν μου. Εκρατούμεν ανά χείρας ράβδους, ως είναι σύνηθες εις τας ορεινάς περιοχάς. Από των δύο πλευρών της ατραπού εφύοντο αραιά υψηλά άγρια χόρτα. Σκεπτόμενος όπως μη αφήσω τα χόρτα να κλείσουν την ατραπόν, εκτύπησα δια της ράβδου ένα βλαστόν προς την κορυφήν ούτως, ώστε να εμποδίσω την ωρίμανσιν των σπόρων. Η χειρονομία μου εφάνη βάναυσος εις τον Γέροντα και μετ’ αμηχανίας εκίνησεν ελαφρώς την κεφαλήν. Ηννόησα τι εσήμαινε τούτο και ησθάνθην εντροπήν.
Έλεγεν ο Γέρων ότι το Πνεύμα του Θεού διδάσκει την ευσπλαγχνίαν προς πάσαν την κτίσιν, ούτως ώστε και τα φύλλα του δένδρου «άνευ ανάγκης» να μη κόπτωμεν.
«Ιδού, έν πρασίνον φύλλον επί του δένδρου, και συ απέσπασας αυτό άνευ ανάγκης. Αν και δεν είναι αμαρτία, όμως, πώς να είπω, προκαλεί τον οίκτον· η καρδία, ήτις έμαθε να αγαπά, λυπείται και το φύλλον και πάσαν την κτίσιν» (σ. 474).
Η ευσπλαγχνία όμως αύτη δια το πράσινον φύλλον του δένδρου ή δια το άνθος του αγρού, το υποκάτω των ποδών ημών, συνεδυάζετο εντός αυτού μετά της πλέον ρεαλιστικής αντιλήψεως περί παντός πράγματος εν τω κόσμω. Εγνώριζεν ως χριστιανός ότι πάσα η κτίσις εδημιουργήθη προς υπηρεσίαν του ανθρώπου, και δια τούτο, όταν «είναι ανάγκη», δύναται ο άνθρωπος να επωφεληθή των πάντων. Ο ίδιος εθέριζε τον χόρτον, έκοπτε ξύλα εις το δάσος, απεθήκευε ξύλα δια τον χειμώνα, έτρωγεν ιχθύς[2].
 Εν ταις γραφαίς του Γέροντος αξιοπαρατήρητοι είναι αι σκέψεις και τα αισθήματα αυτού προς τα ζώα. Όντως ήτο καταπληκτική αφ’ ενός μεν η προς παν κτίσμα ευσπλαγχνία αυτού, περί ής δυνατόν να συμπεράνωμεν εκ της διηγήσεως αυτού, πόσον πολύ έκλαυσε δια την «τραχύτητα αυτού προς την κτίσιν», ότε «άνευ ανάγκης» εφόνευσε μύιαν τινα, ή ότε έρριψε ζεστόν ύδωρ εις νυχτερίδα κατοικήσασαν εις τον εξώστην του καταστήματος αυτού, ή πώς «ελυπήθη την κτίσιν και παν πάσχον δημιούργημα», ότε καθ’ οδόν είδεν άντικρυς όφιν κατακεκομμένον. Αφ’ ετέρου δε ήτο αξιοθαύμαστος η απόσπασις αυτού από πάσης κτίσεως εν τη φλογερά ορμή αυτού προς τον Θεόν.
Περί των ζώων και των θηρίων εσκέπτετο ότι είναι «γη», εις την οποίαν δεν πρέπει να προσκολλάται ο νους του ανθρώπου, διότι ούτος οφείλει να αγαπά τον Θεόν εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ισχύος, τουτέστι δι’ όλου του είναι αυτού, επιλανθανόμενος της γης.
Η προς τα ζώα προσκόλλησις των ανθρώπων, την οποίαν πολλάκις παρατηρούμεν, και ήτις ενίοτε λαμβάνει μορφήν «φιλίας», εθεωρείτο υπό του Γέροντος διαστροφή της τάξεως ήν έθετο ο Θεός και αντίθετος προς την φυσικήν κατάστασιν του πρωτοπλάστου (βλ. Γέν. β’ 20). Να θωπεύης την γαλήν ψιθυρίζων «γατούλα, γατούλα», ή να παίζης και να ομιλής μετά του κυνός παύων να σκέπτησαι τον Θεόν, ή μεριμνών δια τα ζώα να παραβλέπης τον πόνον του πλησίον σου, ή να ερίζης ένεκα αυτών μετά των ανθρώπων, πάντα ταύτα ήσαν δια τον Γέροντα παράβασις των εντολών του Θεού, η πιστή τήρησις των οποίων αναδεικνύει τον άνθρωπον τέλειον. Εν όλη τη Καινή Διαθήκη ουδέ έν χωρίον ευρίσκομεν, εκ του οποίου να φαίνηται ότι ο Κύριος προσήλωσε την προσοχήν Αυτού εις τα ζώα, και όμως Εκείνος όντως ηγάπα πάσαν την κτίσιν. Η επίτευξις της τελείας αυτής ανθρωπότητος κατ’ εικόνα του ανθρώπου-Χριστού είναι ο προορισμός ημών, ανταποκρινόμενος προς την κατ’ εικόνα Θεού φύσιν ημών. Δια τούτο την ψυχικήν προσκόλλησιν προς τα ζώα και το πάθος δι’ αυτά εθεώρει ο Γέρων ως υποβιβασμόν της ανθρωπίνης μορφής υπάρξεως. Ιδού τι γράφει περί τούτου:
«Ένιοι προσκολλώνται εις τα ζώα, αλλ’ ούτω προσβάλλουν τον Δημιουργόν, διότι ο άνθρωπος εκλήθη ίνα ζη αιωνίως μετά του Κυρίου, βασιλεύη μετ’ Αυτού και αγαπά τον Ένα Θεόν. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχη πάθος προς τα ζώα, αλλά μόνον καρδίαν οικτίρουσαν παν δημιούργημα».
Έλεγεν ότι τα πάντα εκτίσθησαν προς χρήσιν του ανθρώπου, ως εκ τούτου δε εις την ανάγκην δύναται ούτος να επωφελήται πάντων των εν τη κτίσει. Αλλά ταυτοχρόνως οφείλει να μεριμνά δι’ όλην την δημιουργίαν. Ως εκ τούτου πάσα βλάβη προξενουμένη εις τα ζώα, έτι δε και εις τα φυτά, αντιτίθεται προς τον νόμον της χάριτος, όπως και πάσα «προσπάθεια» προς τα ζώα αντιβαίνει προς τα εντολάς του Θεού.
Όστις αληθώς αγαπά τον άνθρωπον και εις τας προσευχάς αυτού πενθεί δι’ όλον τον κόσμον, ούτος ουδέποτε προσκολλάται εις τα ζώα.


Γέροντα Σωφρονίου Σαχάρωφ
  O Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
Έσσεξ 1999, έκδ. 8, σελ 75-77

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Ευαγγέλιο Κυριακής

Μτθ. κα´ 33-42) 
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ῎Ανθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ὠκοδόμησε πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησεν. ῞Οτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν. Πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως. ῞Υστερον δὲ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· ᾿Εντραπήσονται τὸν υἱόν μου. Οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· Οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν. ῞Οταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις; Λέγουσιν αὐτῷ· Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν. Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς «Λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν»;

Απόδοση στη νεολληνική
Εἶπε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν παραβολή· «῞Ενας γαιοκτήμονας φύτεψε ἕνα ἀμπέλι, τὸ περιέφραξε, ἔσκαψε σ᾿ αὐτὸ πατητήρι, ἔχτισε πύργο, τὸ νοίκιασε σὲ γεωργοὺς καὶ ἔφυγε γιὰ ἄλλον τόπο. ῞Οταν πλησίαζε ἡ ἐποχὴ τῆς καρποφορίας, ἔστειλε τοὺς δούλους του στοὺς γεωργοὺς νὰ πάρουν τὸ μερίδιό του ἀπὸ τοὺς καρπούς. Οἱ γεωργοὶ ὅμως ἔπιασαν τοὺς δούλους του, κι ἄλλον τὸν ἔδειραν, ἄλλον τὸν σκότωσαν κι ἄλλον τὸν λιθοβόλησαν. Ξανάστειλε ἄλλους δούλους, περισσότερους ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ τοὺς ἔκαναν τὰ ἴδια. Τελευταῖον τοὺς ἔστειλε τὸν γιό του μὲ τὴ σκέψη· “θὰ σεβαστοῦν τὸν γιό μου”. Οἱ γεωργοὶ ὅμως, ὅταν εἶδαν τὸν γιό, εἶπαν μεταξύ τους· “αὐτὸς εἶναι ὁ κληρονόμος. ᾿Εμπρός, ἂς τὸν σκοτώσουμε καὶ ἂς ἁρπάξουμε τὴν κληρονομιά του”. ῎Ετσι, τὸν ἔπιασαν, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλι καὶ τὸν σκότωσαν. ῞Οταν λοιπὸν ἔρθει ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελιοῦ, τί θὰ κάνει σ᾿ ἐκείνους τοὺς γεωργούς;» «Εἶναι κακοί», τοῦ λένε. «Γι᾿ αὐτὸ θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσει μὲ τὸν χειρότερο τρόπο καὶ θὰ νοικιάσει τὸ ἀμπέλι σ᾿ ἄλλους γεωργούς, ποὺ θὰ τοῦ δίνουν τοὺς καρποὺς στὴν ἐποχή τους». Τοὺς λέει ὁ ᾿Ιησοῦς· «Ποτὲ δὲν διαβάσατε στὶς Γραφές; ῾Ο λίθος ποὺ τὸν πέταξαν σὰν ἄχρηστον οἱ οἰκοδόμοι, αὐτὸς ἔγινε ἀγκωνάρι· ὁ Κύριος τὸ ἔκανε αὐτό, καὶ εἶν᾿ ἀξιοθαύμαστο στὰ μάτια μας».