Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Σκέψεις του γέροντος περί των φυτών και των ζώων



Ο μακάριος Γέρων ήτο δι’ ημάς άνωθεν δώρημα και εξαίρετον φαινόμενον. Ήτο ο τύπος του γνησίου χριστιανού, ο καταπλήξας ημάς δια την τελειότητα αυτού. Εν αυτώ εβλέπομεν αληθώς αρμονικήν σύνθεσιν ασυμβιβάστων, ως θα ενόμιζέ τις, άκρων. Ούτως εβλέπομεν την ασυνήθη δια τοιούτου είδους ανδρείους ανθρώπους ευσπλαγχνίαν δια πάσαν ζώσαν ύπαρξιν, δια παν κτίσμα. Έφθανε δε η ευσπλαγχνία αύτη μέχρι τοιούτων ορίων, ώστε ηγείρετο φυσικώς η σκέψιςκ ότι επρόκειτο περί παθολογικής συναισθηματικότητος. Ταυτοχρόνως όμως συνηντώμεν την άλλην έκφανσιν του πνεύματος αυτού, ήτις εδήλου ότι το πρώτον ήτο ουχί παθολογικόν φαινόμενον, αλλ’ αληθώς υπερφυσικόν μεγαλείον και ευσπλαγχνία κατά χάριν.
Ο Γέρων εδείκνυε φροντίδα εισέτι και δια τα φυτά. Εθεώρει εναντίαν προς την διδαχήν της χάριτος πάσαν τραχύτητα, ήτις προξενεί βλάβην εις αυτά. Ενθυμούμαι ότι ημέραν τινά επορευόμην μετ’ αυτού την ατραπόν, την άγουσαν εκ της Μονής προς την καλύβην, όπου διήλθον  έν έτος. Η καλύβη αύτη απέχει του Μοναστηρίου έν περίπου χιλιόμετρον, και ήρχετο ο Γέρων να ίδη την κατοικίαν μου. Εκρατούμεν ανά χείρας ράβδους, ως είναι σύνηθες εις τας ορεινάς περιοχάς. Από των δύο πλευρών της ατραπού εφύοντο αραιά υψηλά άγρια χόρτα. Σκεπτόμενος όπως μη αφήσω τα χόρτα να κλείσουν την ατραπόν, εκτύπησα δια της ράβδου ένα βλαστόν προς την κορυφήν ούτως, ώστε να εμποδίσω την ωρίμανσιν των σπόρων. Η χειρονομία μου εφάνη βάναυσος εις τον Γέροντα και μετ’ αμηχανίας εκίνησεν ελαφρώς την κεφαλήν. Ηννόησα τι εσήμαινε τούτο και ησθάνθην εντροπήν.
Έλεγεν ο Γέρων ότι το Πνεύμα του Θεού διδάσκει την ευσπλαγχνίαν προς πάσαν την κτίσιν, ούτως ώστε και τα φύλλα του δένδρου «άνευ ανάγκης» να μη κόπτωμεν.
«Ιδού, έν πρασίνον φύλλον επί του δένδρου, και συ απέσπασας αυτό άνευ ανάγκης. Αν και δεν είναι αμαρτία, όμως, πώς να είπω, προκαλεί τον οίκτον· η καρδία, ήτις έμαθε να αγαπά, λυπείται και το φύλλον και πάσαν την κτίσιν» (σ. 474).
Η ευσπλαγχνία όμως αύτη δια το πράσινον φύλλον του δένδρου ή δια το άνθος του αγρού, το υποκάτω των ποδών ημών, συνεδυάζετο εντός αυτού μετά της πλέον ρεαλιστικής αντιλήψεως περί παντός πράγματος εν τω κόσμω. Εγνώριζεν ως χριστιανός ότι πάσα η κτίσις εδημιουργήθη προς υπηρεσίαν του ανθρώπου, και δια τούτο, όταν «είναι ανάγκη», δύναται ο άνθρωπος να επωφεληθή των πάντων. Ο ίδιος εθέριζε τον χόρτον, έκοπτε ξύλα εις το δάσος, απεθήκευε ξύλα δια τον χειμώνα, έτρωγεν ιχθύς[2].
 Εν ταις γραφαίς του Γέροντος αξιοπαρατήρητοι είναι αι σκέψεις και τα αισθήματα αυτού προς τα ζώα. Όντως ήτο καταπληκτική αφ’ ενός μεν η προς παν κτίσμα ευσπλαγχνία αυτού, περί ής δυνατόν να συμπεράνωμεν εκ της διηγήσεως αυτού, πόσον πολύ έκλαυσε δια την «τραχύτητα αυτού προς την κτίσιν», ότε «άνευ ανάγκης» εφόνευσε μύιαν τινα, ή ότε έρριψε ζεστόν ύδωρ εις νυχτερίδα κατοικήσασαν εις τον εξώστην του καταστήματος αυτού, ή πώς «ελυπήθη την κτίσιν και παν πάσχον δημιούργημα», ότε καθ’ οδόν είδεν άντικρυς όφιν κατακεκομμένον. Αφ’ ετέρου δε ήτο αξιοθαύμαστος η απόσπασις αυτού από πάσης κτίσεως εν τη φλογερά ορμή αυτού προς τον Θεόν.
Περί των ζώων και των θηρίων εσκέπτετο ότι είναι «γη», εις την οποίαν δεν πρέπει να προσκολλάται ο νους του ανθρώπου, διότι ούτος οφείλει να αγαπά τον Θεόν εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ισχύος, τουτέστι δι’ όλου του είναι αυτού, επιλανθανόμενος της γης.
Η προς τα ζώα προσκόλλησις των ανθρώπων, την οποίαν πολλάκις παρατηρούμεν, και ήτις ενίοτε λαμβάνει μορφήν «φιλίας», εθεωρείτο υπό του Γέροντος διαστροφή της τάξεως ήν έθετο ο Θεός και αντίθετος προς την φυσικήν κατάστασιν του πρωτοπλάστου (βλ. Γέν. β’ 20). Να θωπεύης την γαλήν ψιθυρίζων «γατούλα, γατούλα», ή να παίζης και να ομιλής μετά του κυνός παύων να σκέπτησαι τον Θεόν, ή μεριμνών δια τα ζώα να παραβλέπης τον πόνον του πλησίον σου, ή να ερίζης ένεκα αυτών μετά των ανθρώπων, πάντα ταύτα ήσαν δια τον Γέροντα παράβασις των εντολών του Θεού, η πιστή τήρησις των οποίων αναδεικνύει τον άνθρωπον τέλειον. Εν όλη τη Καινή Διαθήκη ουδέ έν χωρίον ευρίσκομεν, εκ του οποίου να φαίνηται ότι ο Κύριος προσήλωσε την προσοχήν Αυτού εις τα ζώα, και όμως Εκείνος όντως ηγάπα πάσαν την κτίσιν. Η επίτευξις της τελείας αυτής ανθρωπότητος κατ’ εικόνα του ανθρώπου-Χριστού είναι ο προορισμός ημών, ανταποκρινόμενος προς την κατ’ εικόνα Θεού φύσιν ημών. Δια τούτο την ψυχικήν προσκόλλησιν προς τα ζώα και το πάθος δι’ αυτά εθεώρει ο Γέρων ως υποβιβασμόν της ανθρωπίνης μορφής υπάρξεως. Ιδού τι γράφει περί τούτου:
«Ένιοι προσκολλώνται εις τα ζώα, αλλ’ ούτω προσβάλλουν τον Δημιουργόν, διότι ο άνθρωπος εκλήθη ίνα ζη αιωνίως μετά του Κυρίου, βασιλεύη μετ’ Αυτού και αγαπά τον Ένα Θεόν. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχη πάθος προς τα ζώα, αλλά μόνον καρδίαν οικτίρουσαν παν δημιούργημα».
Έλεγεν ότι τα πάντα εκτίσθησαν προς χρήσιν του ανθρώπου, ως εκ τούτου δε εις την ανάγκην δύναται ούτος να επωφελήται πάντων των εν τη κτίσει. Αλλά ταυτοχρόνως οφείλει να μεριμνά δι’ όλην την δημιουργίαν. Ως εκ τούτου πάσα βλάβη προξενουμένη εις τα ζώα, έτι δε και εις τα φυτά, αντιτίθεται προς τον νόμον της χάριτος, όπως και πάσα «προσπάθεια» προς τα ζώα αντιβαίνει προς τα εντολάς του Θεού.
Όστις αληθώς αγαπά τον άνθρωπον και εις τας προσευχάς αυτού πενθεί δι’ όλον τον κόσμον, ούτος ουδέποτε προσκολλάται εις τα ζώα.


Γέροντα Σωφρονίου Σαχάρωφ
  O Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
Έσσεξ 1999, έκδ. 8, σελ 75-77

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου